ποίηματα όπως πάντα

ΜΙΑ ΑΛΛΗ ΧΩΡΑ

Ἀνατρέπει τίς βασικές συμβάσεις

τρέχει στίς ἑφτά ἀτμόσφαιρες

ἔχει ἐπικράτεια, κοινότητα, λόγο,

σῶμα, γῆ, νερό καί βλέμμα

δέν ἔχει σύνορα.

Ἐξεγείρεται, γουστάρει καί ὑπάρχει.

ΕΝΑΣ ΑΛΛΟΣ ΚΟΣΜΟΣ

Χτυπάει μέ τά παράθυρα δυνατά

φέρνοντας μέσα σκόρπιες ἀσημένιες

στάλες βροχῆς

μιᾶς φανταστικῆς θύελλας

Ἔχει τή μετάβαση ἀπό ἐνέργεια σέ ὕλη

τή Συνάντηση ἀπό ἐνόραση

σέ κατάσταση.

Δημιουργεῖ πραγματικότητες

ὅπως τό Σύμπαν

ἀπό τυχαῖες κυμάνσεις

τοῦ κβαντικοῦ κενοῦ

Ἀναπλάθοντας τό Χάος.

ΘΑ ΣΕ ΠΕΡΙΜΕΝΩ

Στά πλωτά Νησιά τοῦ ἀέρα,

τήν εἰκόνα πού ἐπιστρέφει

Τό πεῖσμα πού σπάει κόκαλα,

τή σοβαρότητα πού τρεκλίζει,

τίς ἔννοιες, τά θρύμματα, τό σῶμα

πού ξεδιπλώνεται μπροστά στό φῶς

ὅλη τή βία πού χρειάζεται

τό βλέμμα, τό βλέμμα, τό βλέμμα,

τήν τρυφερότητα,


Ἐγώ θά σέ περιμένω.


*******************************


Ἄρμεξε μέ τά μάτια τήν ὀμορφιά

τῆς μέρας,

Τό ἐκχύλισμα τῆς νύχτας,

Στάθηκε στήν ἄκρη τοῦ γκρεμοῦ φωτίζοντας

τό κενό πέρα, ἐπέκεινα;

Βάδισε μέ χιλιόμετρα πού τρέχουν

τόν παλιό δρόμο,

τό δρόμο μέ τά σύμβολα πού τρέχει

πάνω στή θάλασσα;

Ἄπλωσε τό βλέμμα στά ντουβάρια,

στόν ἀέρα, στά πανιά, στά πρόσωπα,

ἐπάνω στ' ἄλλο βλέμμα;

Ἐκεῖνος ναί,

ἐκείνη ὅμως ὄχι,

ἐκεῖνος ὄχι,

ἐκείνη ναί,

ἐκεῖνος ναί,

ἐκεῖνοι ναί,

ὄχι,

ὄχι,

ναί. Ναί!

Ἴσως.


*****************************


Γιά μιά στιγμή ἑνώθηκαν μόνο,

μ' ἕνα μίσχο

κι ἔγιναν ἕνα κοσμικό λουλούδι.

Τό χρῶμα του,

τό ἄρωμα ἀπό τή στιγμή ταξιδεύει ἀκόμα,

στό πίσω δωματιάκι τῆς σκέψης,

στήν καμπίνα τῆς νταλίκας,

ἐκεῖ πού ἀποκοιμιέται τό βλέμμα

μετά ἀπό πολλά χιλιόμετρα.

Ἔχει ἤδη τρυπήσει τό φεγγάρι.


****************************


Ὁ ἐαυτός μου εἶναι τόσο μεγάλος,

πού ἐγώ δέν εἶμαι τίποτα μπροστά του


**************************


Ἄλλο ἐγώ καί ἄλλο ἐγώ


**************************


Ὁ θεός πότε-πότε ἀνεβαίνει στήν ταράτσα

καί πετάει ψωμιά. Ὡραία ψωμιά,

γιά νά χορτάσεις ἄπειρα…

Τ' ἁρπάζουν ἄνθρωποι στοιβαγμένοι

στά μπαλκόνια, ἀνεβασμένοι

στίς ταράτσες, παντοῦ,

ἀλλά κι ἐκεῖνοι ἀκόμα

πού μέσα ἀπ' τά παράθυρα

τῆς τουαλέτας τους,

στόν φωταγωγό αὐνανίζονται,

(ἀφοῦ ὁ θεός τούς βάλει σημάδι

καί πρῶτα τούς πετύχει

στό κεφάλι μέ δύναμη).

Γιά μᾶς ὅμως, πού δέν ὑπάρχει ἕνα ψωμί,

ἕνα ξεροκόμματο,

γιά μᾶς πού ὁ ψηλός γείτονας

πάντα ἀπό δίπλα μας

θά τό προλάβει πηδώντας πιό ψηλά.

Γιά μᾶς λέω, ὑπάρχει μόνο ὑπομονή!

Ὑπομονή γιά τό κομμάτι ἐκεῖνο

πού ἔμεινε πεταγμένο στήν τέντα κατά λάθος,

ἐκεῖνο τό ξεραμένο γιά καιρό,

γιά ὀλάκερους ἀτσούμπαλους μῆνες

πού πέφτουν καί σκοντάφτουν

ὁ ἕνας πάνω στόν ἄλλον,

σάν τή ζωή μας.

Μέχρι πού τό καλοκαίρι, ἀνεβάζοντας

τήν τέντα, γυρίζοντας τή μανιβέλα,

θά πέσει μπροστά σου,

γεμάτο περιττώματα περιστεριῶν....


Ἡ ζωή εἶναι ἕνα ὄνειρο.


Μόνο.


*********************


Ο,ΤΙΔΗΠΟΤΕ

ΕΧΕΙ ΘΕΩΡΗΤΙΚΟ ΥΠΟΒΑΘΡΟ

Στό μέλλον θά μπορεῖς παίρνεις ἕνα ὁ,τιδήποτε καί νά σέ πηγαίνει ὁπουδήποτε.

Μ' ἕνα ὁ,τιδήποτε θά μπορεῖς νά κάνεις ὁτιδήποτε νά.

Γι' αὐτό τό σκοπό κυκλοφοροῦνε

ὁπουδήποτε ὁ,τιδήποτε.

Περνᾶνε κάτω ἀπό κολόνες, τρέχουν

μ' ἕνα λαιμό στρουθοκαμήλου καί ἕλικες

καί ἐλατήρια καί φτερά παγωνιῶν

πού πᾶνε πάνω κάτω.

Κάτω εἶναι ἄλλος πλανήτης καί πάνω ἄλλος.
Και ἐσύ νά αἰωρεῖσαι ἀνάμεσα σέ δύο κόσμους.

Καβάλα σέ ἕνα ἰπτάμενο ὁτιδήποτε.

Πάνω ἀπό καλαμιές καί ἀχυροκαλύβες

Καί ἐρήμους

Πάνω ἀπό ἀπέραντα χωράφια

Πᾶνε πέρα ἀπό τήν ἄκρη τοῦ ματιοῦ σου.

Ἐκεῖ πού οἱ θάμνοι στρογγυλά

κυλᾶνε στόν ἀέρα.

Ἐκεῖ πού ὁ διακόπτης ὅλων τῶν ἀνέμων

Καί τῶν ρευμάτων ἡ αἰχμή

πού ἀκτινωτά ζώνουν τόν πλανήτη.

Ἡ φωνή τῶν κυμάτων.

Κι οἱ πειρατές πού σημαδεύουν

μέ φοίνικες κόλπους ἀποβάσεων.

Τήν ἀφετηρία νέων κόσμων.

Ἀπάνω σέ ἕνα ὁ,τιδήποτε

Καβάλα σέ ἕνα ὁ,τιδήποτε

Καλπάζοντας μέ ἕνα ὁ,τιδήποτε

Ἐνῶ τριγύρω χλιμιντρίζουν τ' ἄστρα.


****************************


Η ΕΞΟΔΟΣ ΣΤΗ ΦΛΩΡΕΝΤΙΑ

Ἄσε τήν ἕρημό σου νά ξετυλιχτεῖ

μέχρι τό διάστημα. Ἀνεμίζοντας στόν ἀέρα.

Νά μπερδεύεται μέ τά ἀστέρια, Ἀββεσαλώμ.

Νά εἶναι ἡ μοναδική φαλάκρα

πού φαίνεται ἀπ' τή Σελήνη.

Ἔχει σοπράνο σαξόφωνο νά παίζει

γιά ξανθά μαλιά. Λάμπει.

Ἔχει σέ μάτια τήν παρδαλή πανδαισία

πού στριφογυρίζει,

ὅπως τό πλυντήριο-τηλεόραση

ἑνός φίλου. Λάμπει.

Ἔχει τό ρόζ διάφανο δέρμα

τοῦ ὠμοῦ ἀστακοῦ πού πάει στά ἀστέρια.

Λάμπει.

Ἔχει τό δεκαήμερο τῆς θεραπευτικῆς βλακείας

καί μία φωληά στό στόμα.

Λάμπει.

Χάνει τό δρόμο ὅπως ἀκολουθεῖ

μιά μπάντα πού στρίβει

χάνοντας τό δρόμο της,

παίζοντας γρήγορα καί τρέχοντας τά χάλκινα,

σέ γειτονιές μέ ματωμένα γόνατα ποδήλατα.

Λάμπει.

Ἄσε τώρα τή φαλάκρα

νά ξετυλιχτεῖ. Λάμπει

διαμάντια ἀστερίες καί ἱστορίες.

Ἄσε τή φαλάκρα σου νά ξετυλιχτεῖ

στό ἄπειρο.

Θάρθει ἡ Ἄπειρη κοινότητα

νά τήν χαϊδέψει.

Ἔχει –δέν τό λεει– κροταλίες

πού τρέμουν, λαιμό τρομπόνι ἄσπρο φεύγει.

Φυσάει μέ τή μύτη μουσική

Willcock, Ξενάκη, Cage, Μοντεβέρντι.

Φαεινός γαλαξίας. Χαλαζίες σέ χαρτοσακκούλα.

Χειρόπτερο.

Ἄσφαιρο, μοναδικό.

Ἰταλός πατινιστής ἐρυθροχίτων.

Φεύγει τώρα μέ κατακόρυφες

πτώσεις ἀλεξιπτώτων.

Νησιά καί χάρτες παίξιμο σέ glisando, προϋπόθεση τοῦ νά ὑπάρχεις σῶμα.

Παίξιμο, γιγάντια φλίπα μουσική,

θεοί τριπαρισμένοι, τζαζεμένοι

προτοῦ καλά ἀρχίσουν νά ὑπάρχουν,

ἀπλώνοντας τά ξυπόλητα πόδια τους πάνω ἀπό τή θάλασσα,

κουνώντας τά δάχτυλα ἕνα-ἕνα.

Μόλις ἀρχίζεις νά ὑπάρχεις...

Η ΕΞΟΔΟΣ ΣΤΗ ΦΛΩΡΕΝΤΙΑ (2)

Ὑπέροχες θεές πού λιάζονται

στίς βάθρες τῆς Ἰκαρίας

Γυμνές μ’ ἕνα πέπλο πού ταξιδεύει.

Λάμπει. Διαμαντένια ἕρημος χωρίς καπέλο,

πού κι ἄλλο ἀπλώνεται.

Παρτιτούρα γιά παλαμάκια. Θέλω.

Ἀσημένια ἀσημένια. Μολυβιά.

Μετά πάλι ἀσημένια, χρυσῆ.

Γυμνή στή φωτογραφία.

Τώρα ὅλα ἐπιτρέπονται.

Κάνουμε κύματα ἀπό σέξ στόν καθρέφτη.

Κυνηγιόμαστε στό Υouth Ηostel

καί στή Νομική σχολή.

Σβήνει στό χρόνο καί στό δρόμο ἡ μουσική.

Γυμνοί, σάν προϋπόθεση τοῦ νά ὑπάρχεις πνεῦμα.

Σκάβει σφυρίχτρα στή σιωπή.

Χτίζει πλανήτη.

Σφαιρίδιο σιωπή μπίλια ψαλμός.

Εἶναι χωριό.

Τά σύννεφα στή λίμνη.

Κόκκινα σκοινιά γιά ν’ ἀνεβεῖς

στή στέγη τῆς Παράγκας τοῦ Κόσμου.

Λήθαργος τσουλήθρα γιά νἄρθεις πίσω.

Ἀγάπη, πορεία, φάση οὐρανός καπέλο.

Τά περιστέρια κλητῆρες τ’ οὐρανοῦ.

Στό δῶσε-πάρε ὅπως παίρνεις.

Στό μελαγχολικό τίναγμα.

Ρέει σάν ὑδράργυρος.

Γεύεται ὅπως πιπεριά καυτή.

Ὑπάρχουν ὁρισμένα, συγκεκριμένα σημεῖα ἐξόδου στό ἄχρονο.

Εἶναι ἕνα φιλί.

Λάμπει

Λάμπει

Λάμπει.


***********************


GLAMOROUS T-SHIRT

Τό φανελάκι ἔλεγε: «Δέν εἶμαι ἐδῶ».

Προϋπόθεση σοφή τοῦ νά ὑπάρχεις θάλασσα.

Κι ἔτσι ἦρθε τό καλοκαίρι.

Στό στόμα ροχάλιζαν βούιζαν ἀεροπλάνα.

Πλωτό κατάστρωμα ἱστιοφόρο ἀπλωμένα μηνύματα

ἀπ' τά κατάρτια. Ἀκούω.

Ἀκούω τίς βροντές, τό βόμβο

τῆς ἀπογείωσης. Ἀκούω φῶς πουλιά

Θεόφιλο καί βλέπω κι ἄλλα.

Πέδιλα στή μαλακή σατέν ψυχή τῆς νύχτας.

Παρανοημένος

Παραφρονημένος

Γλυκός στίς κοπέλες της.

(Ὡστόσο λάμπει.)

Εἶναι ἕνας παραλιακός λαός μέ κόκκινα κρεβάτια καί παιδικές κουβέρτες μέ ζωάκια.

Ὡστόσο ἀρμενίζει!
Μοιράζει τήν οὐσία.

Κάνει θαύματα καί πολλαπλασιάζει

τό νόημα (ψωμί, ἄρτο, μουσική).

Ὅλο ἔρωτα (ψάρια, κρασί).

Ὡστόσο δέν ὑπάρχει

Ὡστόσο ἀναπτύσσεται.

Ὑπάρχει, ὡστόσο ζεῖ.

Περιμένει ὑπομονετικά τή σειρά του

νά πηδήξει στό τράμ τό προκατοχικό.

Εἶναι καί φαίνεται

Στό χῶμα, στό χῶμα, μέ λάσπη,

ἄνθρωποι πού κατοικοῦνε σέ λακκοῦβες μέσα, δίνουν χειραψίες

κι ἀνταλλάσσουν μέσα στό χῶμα,

σέ βαθιές τρύπες μέσα.

Κι ὅλους τούς χρόνους ὕστερα ἀπό τίς βροχές

Ἀντανακλώντας σύννεφα, οὐρανούς

Καί κόσμους.

Στήν πιό βαθιά κατάψυξη, στό πιό μακρύ

τοῦνελ καμπαρέ, πλατεία μπλούζ τζάζ,

4,33' διάρκεια

Κι ἐννιά πού ἔρχεται τρένο.

Ἐκεῖ πού, ἔρωτας μέσα στή λάσπη,

κεῖ πού ξεβάφει ὁ οὐρανός πού βγάζει χρώματα

Ἐκεῖ μέσα στό χῶμα, τώρα.

Μέσα στό γιγάντιο χρῶμα.

Ζῶντας

μόνο μέ χρῶμα.

Τώρα.

Στριπτήζ.


************************


Εἶναι κάτι ὧρες πού ὁ οὐρανός

ἀκουμπάει τή γῆ,

ὅλο ἠλεκτρισμό καί ὑγρασία.

Οἱ γυναῖκες ἀκουμπᾶνε κύματα στό χῶρο,

νύξεις καί ἀσταμάτητα δονητικά

συστήματα μετάδοσης ἐνέργειας.

Εἶναι κάτι ὧρες πού ὁ ὁρίζοντας,

Εἶναι κάτι ὧρες πού τό κάτι

στήν κόρη τοῦ ματιοῦ.

Εἶναι πού τό πέρα, τό α, τό ὄνειρο

Μακαριότης καί ἔλεος βαδίζουν

πλάϊ-πλάϊ.

Ἡ εὐνοϊκή ρύθμιση τῆς ἀστροφεγγιᾶς.

Τά σεληνιακά κύματα. Οἱ βουβές γλῶσσες.
Τα νοήματα, ὅπως δρασκελίζουν πεδιάδες

καί πλαγιές ἀτελείωτες μέ τηλεγραφόξυλα

καί τά ἄπειρα σύρματά τους.

Ἡ αὐτοκρατορία τῶν σημείων,

ἕνα τοπίο καμωμένο ὅλο ἀπό σώματα. Σώματα.

Σχήματα. Ὄμματα. Κάστρα.
Μετά τή βροχή. Τή στροφή.

Τόν δρόμο. Κι ἄλλο δρόμο.

Ἄλλον ὁρίζοντα. Καί μετά ἄλλον.

Ἦχοι πού ζωγραφίζουν.

Παγόβουνα ἀπό φωτιές. Φωτιές ἀπό παγόβουνα.

Στρουθοκάμηλοι πού τρέχουν.

Παγόνια, μέ φτερά παγονιῶν, πού τρέχουν

κατηφορικά, ἀνάμεσα σέ πεύκα.

Χωμένα μές στή μαλακιά τους

μυρωδάτη ἀγκαλιά.


*****************************************


Ἐλευθερία δέν εἶναι μόνο νά κάνεις ὅ,τι θέλεις ἀλλά καί νά θέλεις ὅ,τι κάνεις.*

Ποῦ σέ ξέρω;

Ἤσουνα θεραπαινίδα στόν κῆπο

τῆς Ὕπαρξης,

Προτοῦ ἀκόμα κατεβῶ στή γῆ

Μήπως τότε πού τριγυρνοῦσα ἀπρόσιτος

γύρω ἀπ' τήν Γραμματεῖα

τοῦ Ἁγίου Πέτρου

περιμένοντας τή σειρά μου

νά κατεβῶ στή Γῆ

ἤ μήπως ἁπλά ἤσουν συνοδός

στό σχολικό μου, τότε, στό Δημοτικό;

Ἤσουν ἕνα πρόσωπο πού φευγαλέα

εἶδα νά περνᾶ πίσω ἀπ' τό τζάμι,

στό τρένο πού ἐρχόταν ἀπό ἀπέναντι,

τότε πού γύριζα τόν κόσμο

(νά ψηθεῖ καί ἀπό τήν ἄλλη...)

ἤ μήπως σέ ὄνειρό μου, νά πάρει ἡ εὐχή,

κάτι πού κάτι μοῦ θυμίζει ἀπό τό παρελθόν

ἤ ἀπ' τό μέλλον;

Στή Βενετία, στή Σίκινο

ἤ στήν Ἀνάφη

Μήπως κάναμε ἔρωτα ποτέ;

Μήπως κάναμε ἔρωτα ποτέ;

Μήπως εἶσαι ὅ,τι σημαντικότερο γιά μένα

Μήπως γι' αὐτό δέν σέ θυμᾶμαι...

Ἤσουν ἴσως τό πρόσωπο πού φευγαλέα εἶδα

Κάποτε πού κάτω κοίταξα σέ ἕνα πηγάδι!

Ἤ σέ σχημάτιζαν τά σύννεφα

καί οἱ σκιές ποῦ σχηματίζουν

στίς πλαγιές περνώντας;

Μιά παλμική κύμανση κενοῦ

πού φτιάχνει κόσμους.

Μιά διαταραχή στήν ἐκπομπή

ραδιοφώνου πού σέ σχηματίζει

ἀπό παράσιτα, ἀπό διακοπές

καί ἰδίως ἀπό ὅλα ὅσα

δέν ξέρω.

Ἀπό κεῖ σέ ξέρω λοιπόν.


*********************


ΓΙΑΟΥΡΤΙ ΑΚΑΤΕΒΑΤΟ

Κοιτᾶ νά δεῖς ποιόν βρῆκαν νά μοῦ συστήσουν μεσάνυχτα. Τόν Δημήτρη Εὐθυμίου.

Ὁ Δημήτρης Εὐθυμίου εἶμαι ἐγώ.

Ἐκτός ἄν κάνω λάθος.

Μιά ἄλλη μορφή τοῦ εἶναι καί φαίνεσθαί μου.

Ἕνα ἄλλο ἴδιο βλαμμένο ἀπ' τήν πρόσκαιρη ἀθανασία ἐπίπεδο ὕπαρξης, στό ὄνομά μου.

Πού σίγουρα, δέν θά ὑπῆρχε ὡς τέτοιο, προφανῶς θά ἔλειπε.

Εἶμαι στήν τσίλια.

Οἱ συνονόματοι οἱ θεωρητικοί

κι οἱ συγγενεῖς καραδοκοῦν.

Σέ λίγο θά μοῦ συστήσουν τόν ἑαυτό μου

πραγματικό! Βοήθεια, ἐξωγήινοι

ἄν μέ ἀκοῦτε: ποιός πρόκειται

νά εἶμαι ἐγώ λοιπόν σ' αὐτή τήν ἱστορία;

Συμπαραστέκομαι στό δίκαιο ἀγῶνα σου ἀνθρωπάκο. Ἐαυτέ μου.

Ἐκεῖ πού κλεφτά πᾶς νά περάσεις τό δρόμο,

τό δρόμο μέ τά αὐτοκίνητα.

Ἐκεῖ πού κλεφτά πᾶς νά ἀπολαύσεις.

Τό ἄνθος τῆς κοιλίας, τό ἄνθος.

Διψῶντας γιά ὁλόκληρο τόν οὐρανό

Διψῶντας γιά ὁλόκληρο τόν οὐρανό

πού σοῦ ἀνήκει.

Καί σοῦ λείπει...

Γιατί εἶσαι ἀνθρωπάκος.

Ἐκεῖ πού σίγουρα θά ἤσουν κάτι ἄλλο.

Θά ἤσουν ἄρχων τοῦ σύμπαντος!

Ἤτοι τοῦ ἑαυτοῦ σου, ἐξόριστε.

Θέλω νά ἐγκαινιάσω τό μνημεῖο σου,

θέλω νά θαυμάσω τό ἄγαλμα,

θέλω μέ πύρινους λόγους

καί μαλακισμένες ρητορεῖες

πού φωνάζουν, νά ἀποτίσω τιμές.

Νά καθρεφτιστῶ.

Κι ὕστερα μαζί θά περιμένουμε

τά περιστέρια. Να' ρθοῦν.

Καί μετά θά 'ρθουν τά περιστέρια,

κι αἰώνια

νά κουτσουλᾶνε πάνω του.


**********************************


Η ΠΟΛΗ ΕΙΝΑΙ ΟΙ ΣΙΩΠΕΣ ΤΗΣ

Θά κηρύξω τήν ἐπανάσταση τοῦ σέξ

Θά κηρύξω τήν ἐπανάσταση τοῦ σέξ

γιατί κάποιος πρέπει νά κηρύξει τήν ἐπανάσταση τοῦ σέξ.

Ἄν δέν ἤμουν ἐγώ, ἴσως ἦταν κάποιος ἄλλος,

λιγότερο ἀθῶος ἀπό μένα.

Ἴσως δέν ἦταν κανείς.

Θά διεκδικήσω τά δικαιώματά του

ὀργαζόμενου λαοῦ

Θά ἱδρύσω ἐρωτικές κομμοῦνες

μέ ἕνα μανιφέστο ἡδονῆς.

Θά συνθέσω ἕναν ὑπερεθνικό ὕμνο

ἀπό ἐρωτικούς λυγμούς.

Τότε, μέ τήν ὀμπρέλα μου

θά βγαίνω νά συλλέγω κβαντισμένα

ὀργονικά ἀερίδια ἀπ' τό σύμπαν

κι ὁ παπαγάλος στόν ὦμο μου

θά μετατρέπει σέ θεῖες μελωδίες.

Τότε τό κοσμικό αὐγό

Θ' ἀρχίσει νά ραγίζει.

Αὐτός ὁ νεαρός γύφτος εἶναι ἕτοιμος

νά παλαβώσει. Τό κενό καί τά κενά ἀέρος

στήν πτήση, παρακολουθοῦν τά βουνά

σέ ἀεροπλάνα ἀεροστάτα οὐρανοξύστες

σπίτια καί πόλεις, φίλους, ἀνθρώπους

νά κατρακυλᾶν, κατρακυλά κι αὐτός μαζί.

Ἄ! δέν θά τήν πῶ τή λέξη, τί εἶναι, τί ἔχει,

θά τόν ἀφήσω νά γίνει ὕφος

ἦχος χρωματιστό φῶς στά ἐρείπια

κι ἐνῶ ὁ ἄνθρωπος ἀκόμα περιμένει

νά ἀνατείλει, τό φεγγάρι ἔχει καταβροχθίσει

μ' ὅλη του τήν ἄνεση,

τό ἠλιοβασίλεμα. Δύσε, γδύσε.

Ἀνατέλλει ἀπό παντοῦ τώρα,

μπλέ φωσφοροῦχο.


******************************


Αὐτός ὁ νεαρός γύφτος

εἶναι ἕτοιμος νά παρανοήσει,

σηκώνει τό κεφάλι καί βλέπει πορεῖες

νά περνᾶνε ἀπό πάνω, πού εἶμαι,

ποιός εἶμαι, τί εἶμαι ποῦ πάω καί αὐτά.

Ἕνα φαντασιοχώρι σκαρφαλώνει

τίς τσουλῆθρες, φυσάει παραλίες

ἀπό παντοῦ.

Ἔχω τόν ἄνεμο, μιλάω μέ τόν ἀέρα,

τό μυστικό κλειδί τῆς πόλης τά μεσάνυχτα.

Ἔχω τήν ἐλευθερία καί τό ἀπέραντο

βασίλειο τοῦ Ἐπιτρέπεται.

Ἀδειάζω τήν ὕπαρξή μου

σέ ἕνα ποτήρι μέ νερό.

Καί ὕστερα τό πίνω.


*****


Θέλω μιά λεπτή αὔρα αὐτοθαυμασμοῦ νά μέ στεφανώνει ἐκεῖ πού περιμένω μόνος βουτηγμένος στά σκατά.

Χάνω λόγω τοῦ γεγονότος ὅτι φοβᾶμαι νά μή χάσω.



Ἡ βιασύνη μου καταναλώνει πολύ χρόνο

κι ἔτσι ἀργῶ.

Μιά γυναίκα γίνεται ὁρίζοντας.

Τό κύμα σκαλίζει τό σῶμα της.

Δυό βράχοι στόν ὁρίζοντα φέγγουν.

Πίνει τόν ἀφρό.

Ἀγγίζει τά βότσαλα,

γυμνά στό λαιμό της.

Γλιστράει μέσα ἀπ’τόν ἦχο,

ἕτοιμη νά ἀπορροφήσει τά πάντα.

Χορεύει τήν ἀτμόσφαιρα, ντυμένη

ὅλη θάλασσα˙ καί μιά φούστα

τήν παίρνει ὁ ἀέρας,

σημαία πού αἰωρεῖται,

ὁρίζοντας τή χώρα της.

Τόν κόσμο.

Ὁ κροταλίας τῶν πόθων

σέρνει τό τρίγωνο ἄστρο του

στήν παλαιά τροχιά τοῦ κομήτη,

ἐκεῖ πού συναντῶνται τρία ἐπίπεδα

στήν κοσμική βροχή

κι ἕνας δρόμος πού χάνεται

στή θάλασσα, ὁδηγώντας ἴσια

μιά διακεκομμένη ἄπειρη συνέπεια

πού τρέχει καταπίνοντας χιλιόμετρα,

ἀλλάζοντας ταχύτητα, ἀστέρια.


*****************************


Νά κάνεις ἔρωτα μέ βραγχιόποδα

μεσ' στό νερό πού πέφτει στίς σπηλιές

κι ἐνῶ οἱ ἀποδημητικές ξανθιές πετᾶνε

τέτοια ἐποχή, φεύγοντας Σά νά ἔρχονται

ἤ ἔρχοντας σά νά φεύγουν.

Νά κάνεις ἔρωτα μέ ἀντικατοπτρισμούς

μυρίζοντας τόν ἀέρα.

Φωλιασμένος - καλά - στό - σκοτάδι.


********************************


Φυτρώνω σά λουλούδι σέ μπικίνι,

στά μαλλιά μου φυτρώνουν φτερά

ἀπό παγώνι

λάμπω τή νύχτα ἐκτοξευμένος

στό ἄπειρο,

πλέω σάν καΐκι, πετάω σάν χαλί

μιά μελωδία παρείσακτη

στήν τσέπη μου

μιά γοητεία ζυμωμένη ἀπό σκουπίδια

τήν ὥρα πού βάφει ἀναβοσβήνοντας

τά νερά ἡ δύση, ἀπογειώνεται

ὁ δορυφόρος.



**********************************


Τά μάτια ἦταν πανάρχαια πετράδια,

ἀπό ἕνα κόσμο πού ὅσο παλιώνει

γίνεται διαφανής.

Τά πόδια της πυλῶνες

πού ὁδηγοῦν στήν ὁλάνοιχτη πύλη

τοῦ μέσα κόσμου.

Οἱ θηλές της, κόρες ματιῶν

πού βλέπουν.

Στά μαλλιά της φυτρώνει ἕνας φοίνικας.

Ἔχει ριγμένο ἕνα πολύχρωμο

μαντήλι πάνω της

κι εἶναι αὐτή, ἡ ἐλάχιστη κατοικία.

Γυναίκα πόλη.

Τό κύτταρο μιᾶς χώρας.

Μισοβυθισμένη στό βλέμμα.

Τά μάτια εἶναι πανάρχαια πετράδια,

κρυσταλλωμένης σκέψης.


*****************************************


Ἀνεμογάμης συνάντησε τόν Didi μετά τό καλοκαίρι.

«I’m cured» τοῦ λεει .

«No woman, no try»…

Ἔδειχνε σίγουρος γι' αὐτό πού ἔλεγε.

«I’m free of sexual desire!

No more want to fuck

every woman alive!», εἶπε μέ σιγουριά.

«I’m cured, I’m cured!», ἀπάντησε Didi

σάν ἀντίλαλος.

«No consume. Keep the beauty!»

«Free Didi !»

«Free cured !»,


Ἀρχίσαν νά χορεύουν οἱ σκιές τους.

Ἕνας διαφανής ἀετός τούς κοίταζε μέ περιέργεια ἀπ' τίς ταράτσες τῆς Μαβίλη.

Στά μάτια καθρέφτιζαν

οἱ προθέσεις τους. Ἕνας Κύκλωπας χαριτωμένα, ἔπαιζε μέ τά νερά στό σιντριβάνι. Περπατοῦσε στό νερό

ἀπό κεφάλι σέ κεφάλι. Ἀπό νησί σέ νησί,


Ἀνεμογάμης εἶχε καταφέρει

νά πηδήξει μόνο θάμνους, κουνέλια

καί φαντάσματα. Βράχους, χιόνι, ἀμμουδιές...

Aλλά ὄχι κορίτσια, ἀντανακλάσεις, θεές.

Στό πέρασμά του, γυναῖκες ἄνθιζαν,

ἡ ἥβη τους χαμομήλια, μαργαρίτες, τουλίπες, πεταλοῦδες. Ἀπέραντα ἠβικά χωράφια ἀπλώνοντας ὡς ἐκεῖ πού σκάει γλύφοντας

τό κύμα. Σπαρμένο ὅλο ἀπολιθώματα ἐπιθυμιῶν καί καμπύλες πολιτεῖες, εὔθραυστες σάν τσόφλι κοσμικοῦ αὐγοῦ, βαθιά χωμένες στήν ἀτμόσφαιρα. Ἐλαστικές σάν σαμπρέλες

ἤ κατοικημένες μέ ὑποβρύχιες αἰσθήσεις. Σημαῖες χείλη κρεμασμένες σέ καλάμια

γιά νά διώχνουν τά σιδερένια πουλιά.


Ἕνας νέος κόσμος πού ἔμοιαζε ἐφικτός.

Μέχρι πού κι ὁ Χρόνος ἄρχισε νά κι αὐτός

νά γονατίζει. Ὁ Λόγος ἔφυγε νά πάει

νά κατοικήσει σ' ἄλλη σπηλιά ἀπό αὐτήν

πού ἕμενε ὁ Σκοπός.

Κάτι τέτοιο μποροῦσε νά τό δεῖ μέχρι

κι ὁ Μύωπας μέ τό ἕνα πόδι.

«I'm cured»!

Ἕνας ἀλιγάτορας σάλευε ἀργά

στό συντριβάνι, καταπίνοντας - εὐγενικά - λουόμενους.

«I' m cured»!, ἕνας σοφός γάτος

κουβέντιαζε μέ μιά γήινη σαύρα.

Ἕνα τρένο διέσχιζε τό τοῦνελ.

Ὁ πορνοβοσκός Σάρων,

ἔσκασε ἀπό τό πουθενά κι ἄρχισε στή ζούλα

νά δείχνει κάρτ-ποστάλ μέ κόλπους, παραλίες σέ

ἀνύποπτους διαβάτες. Ἐκεῖνοι ἐρεθίζονταν καί προσπαθοῦσαν ὕστερα νά κρύψουν

τή γεωγαμική τούς στύση. Ἀνάποδοι καταρράκτες βούιζαν στά ἐλατήρια στό βάθος καί ὑπόγεια ποτάμια ἄνθιζαν.

Ἦταν ἡ ὥρα πού ἀρχίζει ἡ μεταμόρφωση…


*********************************


ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΔΡΟΜΟΥ

Μαρκήσιος ντέ Σάντ, ὁ δρ Μένγκελε

καί ὁ Προκρούστης μιά μέρα τά πίνανε

σέ ἕνα συνοικιακό καφενεῖο συνοδευόμενοι ἀπό τό ἐκνευριστικό σόλο του Frank Zappa στήν κιθάρα.

Ὁ Προκρούστης τόν τελευταῖο καιρό, δούλευε στόν ἔλεγχο διαβατηρίων του Κάτω Κόσμου καί φῆμες ἔλεγαν ὅτι ἔκανε τή δουλειά του καλά.

Ὁ μαρκήσιος τό 'χε ρίξει στά καμάκια.

Καλή δουλειά, πληρωμένη ἀπό τό δῆμο Ρόδου καί τόν ΕΟΤ. Γιά τόν δρ Μέγγελε πάλι, φημολογεῖτο ὅτι εἶχε γίνει σύμβουλος τοῦ ΕΣΥ. «Τό ΕΣΥ πρέπει νά μεταμορφωθεῖ», ἔλεγε συχνά. Ἀλλά ἰσχυρές ἀντιστάσεις πρόβαλε

ὁ «Σύλλογος ὑποστηρικτῶν τοῦ ΕΓΩ».

Τό καφενεῖο βρίσκονταν κάπου στά σύνορα Πετρούπολης μέ Νέα Ὀρλεάνη.

Τό κοσμικό ρολόϊ του aboriginal προστάτη

τῆς παραλίας αὐτῆς, εἰδοποιοῦσε ὅτι εἶναι ὥρα γιά mind stretching. Ὁ νοητός κάβουρας

τῶν κάμπων, ὁ Καταφερτζής τῶν Ἰμαλαΐων,

ὁ ἀνήμπορος δαίμονας Καλακούι

καί τό ὑπερλιθικό τζέτ, τότε κατέβαιναν

ἀπό τό πατάρι καί ἄρχιζαν νά ἀκονίζουν

τά παπούτσια τους.

Ζοῦσαν στίς σελίδες ἑνός ἡμερολογίου

πού ἐξέδιδε ὁ «Οἴκος Ἀναπήρων» κάθε χρόνο,

μέ σκοπό νά ὑποστηρίξει τήν ἀνέγερση

τοῦ «Μητροπολιτικοῦ Ναοῦ τοῦ Πάθους». Ἀκούραστοι ἐργάτες στρώνουν σιδηροτροχιές καί ἀπλώνουν πλακάκια καί μπετοκολόνες

γιά τό σκοπό αὐτό. Ρίχναν φουρνέλα!

Ὁ ναός γκρεμιζόταν συνέχεια. Κάπου ἀλλοῦ πάλι, μόλις ὁλοκληρώνεται τό «Μουσεῖο τῆς Λήθης» κι ἐτοιμάζεται μέ τή σειρά του

νά δεχθεῖ χιλιάδες ἐπισκέπτες.

Φτιαγμένος ὅλο ἀπό πλαστικές σακοῦλες, ἐλαφρόπετρες, προβολές σλάϊτς καί ἄλλα ἀναίτια ἀνάξια ὑλικά καί δίπλα νά καμαρώνει ὁ «Πύργος τῆς Φήμης». Φτιαγμένος ὅλος

ἀπό τρύπες καί ἀνοίγματα, σχεδόν ἀόρατος. Περίπου ὑπαρκτός.

Τά ὄντα κατεβαίνουν ἀπό τό πατάρι τους. Αὐτό κρατάει αἰῶνες.

Ἔχουν ἀργήσει. Φορᾶνε

στά παπούτσια τά φτερά τοῦ Ἑρμῆ

καί ἀπογειώνονται. Εἶναι ἡ ὥρα τους νά πᾶν αὐτοί στό καφενεῖο. Ἀλλαγή βάρδιας.

Ἀλλαγῆ ὄντων. Ἀραδιάζονται στίς ψάθινες καρέκλες, ἐνῶ ὁ Προκρούστης, ὁ Μαρκήσιος ντέ Σάντ καί ὁ Δόκτωρ Μέγγελε μπαίνουν

πάλι μές στίς σελίδες τοῦ ἡμερολογίου

πού κρέμεται πάνω ἀπό τόν πάγκο.

Τό καφενεῖο λέγεται «Ὅ,τι κάτσει».

Ὁ Φράνκ Ζάππα συνέχιζε νά παίζει

τό ἴδιο ἐκνευριστικό σόλο.



********************************


Θά φτιάξω ἕνα κάστρο μεταφερόμενο

μέ ἐλατήρια, σκοινιά, κόρνες

καί τρομπόνια, φουσκωτούς ὄγκους

καί πανηγύρια συμπυκνώσεων.

Θά εἴμαστε ἀραιοί καί πολλαπλοί

ὅσο θέλουμε.

Ἔτσι θά μποροῦμε νά ξαπλώνουμε

στά σύννεφα συγχρόνως,

ἐνῶ βόσκουμε καναρίνια στίς Ἀντίλλες

καί μέ τή θέλησή μας στήν Ἀνταρκτική,

μετακινοῦμε παγόβουνα

κάτω ἀπό μιά ἀόρατη σημαία ἐλευθερίας

πού ἀνεμίζει.

Τό πόπ κόρν, θά στοιχίζει ὅσο θέλουμε!


************************************


Θἄθελα νά περνάω πάνω ἀπό τά τοπία

Σά νάμαι τρένο ἤ βραδινή ἐκπομπή

πού βγαίνει στά βραχέα ἤ ταινία.

Ἕνα γρήγορο φλᾶς, ἕνα ἀγαθό συναίσθημα, ἕνα παγκόσμιο αἴσθημα πού τ' ἀγκαλιάζει ὅλα.

Κλάψ! Τί συγκίνηση!

Νά πού σκίζω τά χωράφια τώρα

μέ τά πράσινα στάχυα,

Κάνω σέρφ μέ τόν Δαλάϊ Λάμα

κι ἔξω μας περιμένουν Ἰταλίδες

μέ μεγάλα στήθια.

Τό Θιβέτ εἶναι ἐλεύθερο!!

Δέν θά πάρουμε μαζί μας τόν Πάπα.

Αὐτός εἶναι ξεν' ἔρωτος

Ὅμως τό Ἅγιον Ὅρος, ὁ Ἐπίκουρος

καί οἱ ἐλευθεριακές κολεκτίβες

τῆς Ἠλείας εἶναι μαζί μας!

Καμαρώνω μπροστά σ' ἕνα μεγάλο πανό

πού γράφει μέ μπλέ γράμματα

«Ὑπάρχω!»

Δάσκαλος κι ὁ Γέρο μπήτνικ ἀπό ἀπέναντι ὅμως, στό Paradise Camping,

γελᾶν μαζί μου καί μέ κοροϊδεύουν:

«Εἶσαι σίγουρος;»



***************************************************************


Εἶναι δυό κωλόμπαρα στήν Ἀμαλιάδα κοντά κοντά μεταξύ τους, πού λέγονται, «Ὄνειρο» καί «Φαντασία»

Αὐτός λοιπόν, ἔμενε κάπου μεταξύ Ὀνείρου καί Φαντασίας…


************************************************************************


Τόν παλιό καιρό στήν Ἀμαλιάδα

κυκλοφοροῦσαν μόνο δυό ἁμάξια.

Μέχρι πού τράκαραν μεταξύ τους

κι αὐτά.


**********************************************


Ὁ κόσμος ἀλλάζει πολύ εὔκολα

Ὁ κόσμος ἀλλάζει.

Ἀρκεῖ τρεῖς ἄνθρωποι νά τό ἀποφασίσουν!

Ἀλλά ὅπως δέν βρίσκονται

αὐτοί οἱ τρεῖς

(τήν ἴδια αὐτή στιγμή)

ὁ κόσμος δέν ἀλλάζει.


******************************************


Τό μυαλό μου εἶναι ἕνας χῶρος

πού νούφαρα καί φθινοπωρινές βροχές χορεύουν βάλς μέ εὐγενικούς πρίγκιπες πού περιμένουν μιά ὀπερική diva νά τούς φιλήσει, μήπως καί ξαναγίνουν βάτραχοι*.

Ἐδῶ ἄς σταθῶ στήν προκυμαία

Ἀνάμεσα ἀπ' τούς χρόνους

πού φεύγουνε καί τούς χρόνους

πού ἔρχονται

Τά νερά πού κυλήσανε καί τά νερά

πού κυλᾶνε

Ἐδῶ, αὐστηρά οὐδέτερος ἄς σταθῶ

καί τά ψάρια πού θά πιάσω

θά ψήσω καί θά φάω καί θά εὐφρανθῶ

Τά ψάρια τοῦ παρόντος αἰῶνος ἀμήν

Ὧν τῆς μοιρασιᾶς, οὐκ ἔσται τέλος!


********************************


Τά αἰωρούμενα χωριά!

Ὁ ὁρισμός τῆς εὐτυχίας:

Νά τρέχεις μ' ἕνα ἁμάξι.

ἐνῶ τριγύρω σου, τρέχουνε

σύννεφα καί τρέχουν σύρματα

μαζί μέ κύματα ἄνεμο καί τοπία

Πιό γρήγορα, σάν οὐτοπία

Πιό γρήγορα ἐσύ

Ἀπό τή σκιά σου.


*****************************


ΕΞΕΓΕΡΣΗ

Ντουντούκα

σπρέι λινάτσα

χαρτί μέτρου

σαπούνια

Ἀρκετά! Ἀρκετά!

Δέν εἶναι ποίημα αὐτό

εἶπε κι ἄρχισε νά

φωνάζει περισσότερο,

ρίχνοντας συγχρόνως κάτω

τ' ἀντικείμενα, ξεκολλώντας

τά βράχια καί πετώντας τα

μέ δύναμη, πίσω στό διάστημα,

ἀπ' ὅπου προήλθαν.

Πίσω τό κάθε τί

στό χρόνο του.

Κι ἄρχισε μέ φόρα

νά ἀπαγγέλλει σωστά,

ἐνῶ ἡ γενειάδα τοῦ ἀνέμιζε

ἄσπρη σάν σύννεφο ἀπό μακριά:

ντουντούκα

σπρέι λινάτσα

χαρτί τοῦ μέτρου

σαπούνια, ναί.

Ἔτσι θέλω νἄναι!


*******************


Κοιμᾶσαι καί βυθίζεσαι

σ' ἕνα βυθό ὀνείρων

στό βλέμμα σου κυματίζει

τό βλέμμα μου, ναρκώνεσαι

κι ἐγκλωβίζεις τή σκέψη

ἤ μᾶλλον τόν πόθο μου.

Εὐτυχῶς πού εἶμαι ἐγκεφαλικός

καί

καλό

ζώδιο

κι ἔτσι ἐλπίζω

νά ἀνταπεξέλθω.


***********************


Γιατί κανείς δέν σ' ἀπογειώνει

στή μαγεία ὅσο αὐτή ἡ γυναίκα

Ἀλλά κανείς δέν σέ προσγειώνει

ἀπό κεῖ

ὅσο αὐτή ἡ γυναίκα.

Γιατί ἔτσι κι ἀλλιῶς ὁ δρόμος

σ' αὐτήν πάλι φέρνει.


******************


Νά πού ἀκούω μιά ὄπερα

καί ἀμέσως μεταφέρομαι

στή Βενετία

καί ἀπό κεῖ στή Νάπολη

καί ἄλλα μέρη

πού δέν ἔχω ποτέ ἐπισκεφθεῖ.

Ἡ καλαμένια μου καλύβα

εὐθύς γίνεται παλάτι

ἐνῶ ἥσυχα φεύγουν τά νερά,

παρ' ὅλη τήν ξηρασία μου.


**********************


Δέν φτάνω οὔτε νά σέ δῶ

Γι' αὐτό εἶσαι τόσο ὡραία


***********************


Η ΚΑΤΑΓΩΓΗ ΤΟΥ ΕΘΝΟΥΣ

Κουνδουρᾶς εἶχε τήν καταγωγή του

στίς παρυφές τῆς Ἀρκαδίας,

ἐκεῖ πού πρῶτα κατοίκησε ὁ Πελασγός.

Πρίν ἀπλωθεῖ στή γεωγραφία.

Προτοῦ ἀνακαλύψει τόν πολιτισμό,

ὅπως ἔλεγε κάποιος. Κάποτε.

Ὁ Κουντουρᾶς ἦταν λοιπόν

ἀπόγονος καί ἕνας κληρονόμος

τοῦ Πελασγοῦ.

Γιά τήν ἀκρίβεια συγκληρονόμος,

ἔτσι ὅπως τό λέγε καί τ' ὄνομα.

Μοιράστηκε τήν ἀρχαία κληρονομιά,

μαζί μέ ἄλλες φυλές.

Τούς Λάπηθες, τούς Φετίνιους,

τούς Λαβηθοπαρακαμπτήριους, τούς Σέους,

τούς Βυσσοδομίτες, τούς Κοίλους

καί τούς Σαμαριαραίους.

Ἐν πάσει περιπτώσει ἦταν πολλές φυλές,

ὅσες μποροῦσε κανείς

νά ὑποθέσει. Κι ἔτσι ἡ Κληρονομιά

μοιράστηκε σέ πολλά μικρά κομματάκια.

Ἄπειρα μικρά κομματάκια.

Νά, ἕνας ἔλατος ἐδῶ, ἕνα μαντρί πιό κάτω.

Δυό ψάρια, μιά σπηλιά, μιά παραλία, ἕνα ἀστέρι.

Ἡ ἀκτίνα laser τοῦ βλέμματος,

ἀπ' τό ἕνα μόνο μάτι.

Μιά ἀρχαία ἠχώ, ἀπό ἕνα μικρό φαράγγι πέρα.

Ἕνα φιλί, ἕνα κορμί πουέκλεψες σπανιως.

Ἕνα σπασμένο εἰδώλιο.

Μιά ἧττα

Μιά προδοσία

Μιά θυσία

Τίς πρῶτες τύψεις

Ἕνας θρίαμβος

Τρεῖς μύθοι

Πού ψιθυρίζουν στά αὐτιά σου

Μέ τό νερό τῆς πηγῆς

Πού κελαρίζει Ἀθανασία.

Καί ἐρείπια. Πολλά ἐρείπια.

Μιά ἀνάμνηση ἐλευθερίας

Φερμένη ἀπ' τό μέλλον.

Ὄγκοι κι αἰῶνες ὀλάκεροι ἐρείπια.

Αὐτή ἦταν ἡ κληρονομιά σου.

Μιά γυναίκα θά μποροῦσε

νά εἶναι ἕνα αὐτοκίνητο, μιά δίνη, ἕνα ποίημα

ἤ ἕνα τραγούδι.

Μιά γυναίκα θά μποροῦσε

νά εἶναι ἕνα κτίριο, ἕνα ἀρχαῖο θέατρο,

μιά πόλη.

Κι ὄχι ἁπλά κουζίνα, ἠλεκτρική σκούπα

ἤ ἄλλη συσκευή οἰκιακῆς χρήσης.

Ἡ πόλη θά μποροῦσε νά ἀναπνέει.

Τό κτίριο φωτεινό καί καμπύλο

σάν θερμοκήπιο.

Τό θέατρο μέ μιά πανάρχαια σπείρα στή μέση, καί γύρω-γύρω μαρμαρένια κύματα.

Μιά γυναίκα θά μποροῦσε νάναι ἕνα ἄυλο πράγμα, μιά αἴσθηση περικύκλωσης,

ἕνα ἄπλωμα.

Ἕνας λόγος γιά τά πράματα,

ἐκεῖ πού δέν μας ἐνδιαφέρει,

οὔτε τά πράγματα μηδέ ὁ λόγος.

Μέ μιά γυναίκα θά μποροῦσες

νά κάνεις πολλά πράγματα.

Ἐπενδύσεις ἤ ἀπεκδύσεις

Παραγωγή μαγνητισμού

Δημιουργία κόσμων.

Στῆσε ἕνα μαγικό σκηνικό γι' αὐτήν γύρω της

καί ὕστερα ἀργά-ἀργά ἀφαίρεσε

τήν ἀπό ἐκεῖ.

Δῶσε ὄνομα στή μαγεία

καί μετά πρόσφερέ της τήν.

Τό πρωί, hit the road Jack:

Χτύπα ἀλύπητα τό δρόμο.

Κι ἀκολούθησε τό ἠλιοβασίλεμα!

Σῶσε ἔστω καί ἕνα φτωχό σκουλήκι

μάζεψέ το ἀπό τόν αὐτοκινητόδρομο

καί ἀπίθωσέ το εὐγενικά δίπλα στά χορτάρια.

Τότε ἡ ὕπαρξή σου εἶναι δικαιωμένη.

Ὁ δρόμος γιά τή Δόξα

εἶναι μόλις δυό χλμ. ἀριστερά

Ἀλλά ἐμεῖς

ἄν κι ἔχουμε περάσει τά Τρόπαια,

τό Ὕψιλον, τή Χώρα καί τήν Τουθόα,

δέν στρίβουμε.

Ἔχουμε πάρει τό δρόμο πού ὁδηγεῖ

ἴσα στό Περιθώριο

Ἀλλά ἔτσι μόνο μας δίδεται ἡ εὐκαιρία,

νά περάσουμε ἀπ' τό Παραδείσι,

τή Νεράιδα, τό Περίβλεπτο,

τή Δάφνη κι ἀκόμη ἄλλα ὡραία.

Αὐτά θά τά χάναμε ἄν στρίβαμε

ἀμέσως γιά τή Δόξα...

ΔΗΜΟΤΙΚΟΝ ΑΣΜΑ

Ἐγώ ἐδῶ καί σεῖς ξοπίσω μου τρεχᾶτε

ὅσοι θέλετε κάμποσοι

χίλιοι καί πεντακόσιοι.

Κι ὅλα τοῦ κάμπου τά χορτάρια

ἐχθροί νά γίνουν,

πάλι ἀντέχω.

Ἐδῶ ἐγώ καί γύρω τά κοράκια,

τά πετεινά τοῦ οὐρανοῦ

καί τά γουμάνια,

σεινάμενα κουνάμενα τῆς φύσης, ἐλᾶτε.

Ἐλᾶτε ἐδῶ, ἐλᾶτε ἐγώ, ἐλᾶτε χρυσοπούλια μου.

Ἐλᾶτε, κι ἅμα κῦμα βράχος.

Ἐλᾶτε κι ἄν νερό, ἐγώ σφουγγάρι.

Ἐλᾶτε ἀστέρια ἐσεῖς.

Ἐλᾶτε, ἐγώ φεγγάρι.

Ὡραία εἶναι ὅταν σπανίως ἀνεβαίνουμε

στό πιό ψηλό στηθαῖον

τῆς Συνείδησής μας

κι ἀγναντεύουμε ἀπέραντα.

Ἀπό κεῖ πού ἐκτείνεται ὁ ὁρίζων,

Ἐκεῖ ξαστερώνει

καί τ' ὄνομά μας

γράφεται μέ οὐράνια τόξα.

Πολύ μακρυά ἀπλώνονται οἱ μπουγάδες μας.

Τό σύρμα πού ὑπερήφανα ἀνεμίζουν

Γίνεται ὁ τηλέγραφος

πού ταξιδεύει πέρα

τά μυνήματά μας.

Πάνω του μεταφέρονται

οἱ σκέψεις μας.

Εγώ μέ τόν ἑαυτό μου τά πᾶμε πολύ καλά

Βέβαια βρισκόμαστε σπανίως.

Μιά κι ὁ ἕνας ζεῖ στή Ρώμη,

Ὁ ἄλλος στήν ἔρημο τῆς Αὐστραλίας.

Ὁ ἕνας ζεῖ στή Βαρκελώνη, ὁ ἄλλος ζεῖ

στάς Σέρρας, ἄλλος στό Ἀγκίστρι.

Ἕνας στό Λονδίνο, ἄλλος στό Σταυρό

Στό σταυροδρόμι,

Ἕνας στήν Κυψέλη, ὁ κηφήνας.

Ἕνας στό Γκάζι, ἕνας στό Ψυχικό.

Καί ἡ κυκλοφορία στήν Ἀθήνα

εἶναι δύσκολη…

Ὁ Φρόϋντ θά μποροῦσε

Νά μου μειώσει κάπως

τίς προσωπικότητες.

Ἀλλά ἀπ' τήν ἄλλη,

ἕνας καλός μεσίτης

θά μποροῦσε νά μᾶς βρεῖ

ἕνα ὡραῖο σπίτι

καί κεῖ, νά μένουμε ὅλοι μαζί

εὐτυχισμένα!

HYBRID WORKS

Μιά ἄλλη ἐκδοχή τοῦ ἐρωτικά πραγματώσιμου

μιά θύελλα Ἀλταμίρας

γιά νέους γενναίους ὑπερρεαλιστές

ὑπερνικώντας τή γλιστερή φύση τῶν χιονιῶν

ἀπ' ἀλλοῦ κι ὄχι ἁμαλοῦ ἤ τῆς ἀναρώτησης

«μήπως ἔγινε καί τίποτα;»

Ἔγινε! Τό ὑπερωκεάνειον σκαρφάλωσε

τά κύματα πέρασαν τήν κορυφογραμμή

γιά μαλλιά μας.

Ἡ γεύση κόσμων ξεμύτισε δειλά

μέ κάρτ ποστάλ μεταφερόμενου ἀέρα

πόλεις πού μετατοπίζονται

μέ ἐλαφρά πηδηματάκια καί ὡραία.

Οἱ παρέες πού λάμπουν παρέα

Καί μαζεύονται ἐκεῖ

ἐκτοξεύοντας ἤχους καί ἀστεία σχήματα

κυλώντας

ροβολώντας

τσουλώντας

κολυμπώντας

πετώντας

πλέοντας

ἀστράφτοντας σᾶ διαμάντι

σκίζοντας τά κύματα,

μέ μιά σανίδα μόνο γιά ἀστρόπλοιο.

Ἡ εὐγενική αἰώρησή του τόν ἔκανε

νά ἀναπολεῖ τό κενό, ἐνῶ συνάμα

δοκίμαζε ΙΧ θριάμβους,

τραγούδια πού κάνουν γιά γουέστερν,

ἄδεια λιμάνια κι οὐρανούς ζελέ,

ὄμορφες ἀπουσίες φωτιές ἐρωδιῶν

στό σκοτάδι τῶν ἀντίποδων.

Ἐντυπωσιασμένα κενά.

Ὑπέροχα νά τά θεωρεῖς.

Ἠλίθια, νά τά παίρνεις στά σοβαρά.

Κι οἱ ἄνθρωποι, νά εἶναι πάντα σέ κλάσματα. Περιμένοντας

γιά μιά ὁλόκληρη μέρα δικιά σου.

Κάστρα πού φυσάει ἀέρας. Σιωπές ἔκρηξης. Καλά κρυμμένες γωνιές θεάς.

Διαμάντια σέ συσκευασία ἀσήμαντη.

Τό τίποτα! Ὅλα.

«Θέλω ἕνα κάτι προσωπικό.

Μόνο γιά μένα».

Ἔτσι εἶπε. Μιλούσαμε γιά τό πρόσωπο.

Εἶχε ὡραῖο πρόσωπο.

Στό μέτωπό της ἄπλωναν ξανθά χταπόδια.

Στά μάτια ἔλαμπε μία ψυχρή φωτιά ἀπό γαλάζιο ἀχάτη.

Τό δέρμα τῆς εἶχε στέψει ὁ ἥλιος.

«Δέν ἔχεις δίκιο», ἀπάντησα.

«Τό πρόσωπο εἶναι αὐτό πού δείχνεις.

Τό πρόσωπο εἶναι γιά τούς ἄλλους.

Ἐγώ τό βλέπω. Ἐσύ ὄχι».

Ἀργά ἔγινε πιό προσωπική

στή συμπεριφορά της.

Ἀργότερα ἔκρυψε τό πρόσωπό της,

στόν κόρφο μου.

ΕΠΙΠΛΩΣΗ

(Ἐσωτερική ἀρχιτεκτονική)

Ἔχω γεμίσει τό ψυγεῖο μέ ποιήματα.

Ἴσως ἔτσι κάνω τούς πάγους νά λιώσουν.

Πάνω στή σκάλα ἤ στό τραπέζι

μπορῶ νά ἀγναντεύω

ἐπ' ἄπειρον

ὥσπου νά πιάσω κάποια ἀρχαία ἠχώ

νά γίνω μέρος τ' οὐρανοῦ

οὐρανός καί γῶ ὡς ὅτου νά γεμίσω σύννεφα

κι ὥσπου νά γίνω σκάλα ἤ τό τραπέζι.

Στό παράθυρο,

στό γιόμα τοῦ φεγγαριοῦ,

ὅταν μοιάζει σάν ὥριμο βερίκοκο,

θέλω νά εἶμαι ὥριμος καρπός κι ἐγώ

στό στόμα τῆς οἰκουμένης

ἤ ἕνας κόλπος στό Χονγκ - Κονγκ,

στήν Ταϊλάνδη ἤ κάπου,

γεμάτος μικρά νησιά

Στή χάση τοῦ φεγγαριοῦ, στόν καθρέφτη

νά εἶμαι παντοῦ στούς κάμπους θέλω,

στά βουνά, πιπέρι χυμένο

στοῦ φεγγαριού τή φάση

θέλω ναρχόμουν μέ τό φῶς

καί σύ, πού ἀντανακλά στή θάλασσα, καΐκι.

Στό διάδρομο.

Στό κάδρο, στό σαλόνι

Ἐκεῖ πού εἰκονίζεται

τό γιόμα τοῦ φεγγαριοῦ

συμψύχιση νά κάνω θέλω.

Κι ὁ καναπές, ἅ ὁ καναπές

ἤ τό κρεββάτι.

Νά μέ τσουλάει μέ ρόδες

(μυστικές) σέ καρδιές θέλω.

ΟΙΚΟΔΟΜΙΚΗ

Ἄν μιά γέφυρα, ἐλαστική, φτιαγμένη,

ἀπό σαπουνόνερο καί ἱστό ἀράχνης

ἄν μιά γέφυρα πού διηγιέται τίς ἱστορίες της

καί στίς δυό ὄχθες

Μιά γέφυρα καί μιά πόλη,

πάνω ἀπ' τό τίποτα κρεμάμενη

Ἄν μιά γέφυρα, ἕνα κύμα δηλαδή,

ἕνα ἀόρατο σχοινί

ἀρχίσει νά ταλαντώνεται,

θά πεῖ ὅτι ἑπτά ἄνθρωποι

συντονίζουν τό ρυθμό τους

Τήν ἴδια αἴσθηση προορισμού,

τήν ἴδια ἀπουσία σκοποῦ

Ἀπλώνει τή ράχη της. Ἀπλώνει.

Ἑπτά μποροῦν ἄρα νά ρίξουν

μιά γέφυρα.

Μά πόσοι θέλει γιά νά στηθεῖ μία;

Ἕνας ἀρκεῖ, μά ὁπωσδήποτε

Χρειάζονται δυό κόσμοι.

ΜΑΘΗΜΑ

Ἡ προοπτική γιά τήν καλή ζωή

Οἱ καλές ἔξεις. Ἤ (ἀκούγοντας τόν κύριο Ἀριστοτέλη) νά ὑπάρχει ἄραγε ἐξ ἀρχῆς

«τό Σχέδιο». Ποιός εἶναι ὁ τρόπος;

Ποιές εἶναι οἱ παράμετροι;

Πού βρίσκεται τό κέντρο βάρους

τῆς μακαριότητας;

Μήπως πάντα γυρεύοντας

μία καινούργια ἀρχή; Ἕνα τέλειο τέλος;

Ἤ τελικά ἕνα διάλειμμα διαύγειας;

Μιά τέχνη πού δέν ἔχει ἀναπτυχθεῖ ἀρκετά.

Τέχνη τοῦ Ζῆν. Ζέεν.

Εὖ ἄγειν του εὖ εἶναι. Ἀρκεῖ.

Αὔριο ἄλλο μάθημα.

Τόν παλιό καιρό πού δέν εἶχαν ἀνακαλυφθεῖ

καί πολλά πράγματα οἱ ἄνθρωποι πήγαιναν πάνω κάτω χωρίς νά ἔχουν

καί πολλά νά κάνουν.

Ἀποτέλεσμα ἦταν συχνά νά προκαλεῖται ἐκνευρισμός καί ὅπως εἶναι γνωστό

ὁ ἐκνευρισμός μέ τή σειρά τοῦ φέρνει λάθη. Ἔτσι λοιπόν ἀνακαλύφθηκε ἡ Τέχνη.

Μερικοί, πού ἔφτιαξαν μερικά πράγματα

πού δέν χρησίμευαν σέ τίποτα, ὥσπου τελικά τά ὀνόμασαν Ἔργα. Ἄλλοι πάλι, ἀπατεῶνες ζωγραφίζοντας τά πράγματα προσπαθοῦσαν

νά κοροϊδέψουν τούς ἄλλους ὅτι αὐτά πού ζωγράφισαν αὐτά ἀλήθεια εἶναι τά πράγματα.

Μερικοί πάλι ἄρχισαν νά ἀσχολοῦνται

καί νά ἐκστασιάζονται μέ τή σιωπή

τοῦ ὁρίζοντα καί τήν ἠχώ.

Καί ἔτσι ἀνακαλύφθηκε ἡ Μουσική.

Παρ' ὅλα αὐτά ὁ νοῦς τῶν περισσότερων ἀνθρώπων ἦταν ἀκόμη

ἀλλοῦ καί δέν ξεκόλλαγε ἀπό κεῖ.

Περί ἄλλων τύρβαζαν μακράν ἀπό τήν τύμβη τῆς μάταιης σπουδῆς. Ἀλλά ἅμα τό λέει

ἡ περδικούλα σου μπάρμπα πηδᾶς κι ἄλλο ποταμάκι. Κι ὅπως λέγαμε καί πρίν,

ξαφνικά ἐκεῖ πού λές,

ἀνακαλύφθηκε ἡ μπαρούτη...

ΟΛΑ ΠΕΡΑ. ΚΑΙ Η ΝΟΗΣΗ;

ΚΑΙ Η ΝΟΗΣΗ!

Τόση καλοσύνη γύρω μου

κι ἐκτός ἀπό τοῦ παντός πού τήν μεγαλώνουν τό βράδυ. Ἀπό τόν πόθο. Κανείς ἔρως

δέν ρευστοποιεῖται καί δακρύζει ὅπως αὐτός πού ἐπιστρέφει μέ τή ματαίωση, ὡς ἀπόδειξη ἔρχεται πίσω,

ὑλικό γιά ἀνάδρομες καί ὑπέροχες ἀποτυπώσεις, γιά συμφωνικές ὀρχῆστρες

καί ἀοιδές πού κρεσεντάρουν ἄριες πεμπτουσίας ἀπύθμενης βαδίζοντας σέ τεντωμένο ἠλεκτροφόρο σύρμα ὅπως τῆς ΔΕΗ, ὅπως ἡ ζωή, ὅπως ἕνα ταξίδι πού ἀρχίζει

ἀπ' τήν ἐπιστροφή καί μέλει νά κρατᾶ

ἐπ' ἄπειρον κυκλικά.

Ἐκεῖ ἀκριβῶς ἀνακαλύπτονται οἱ ἐκρήξεις πού σολάρουν μαζί μέ τή κιθάρα

καί τοῦ βιολιοῦ τό γρύλισμα.

Ἄλλος ἔτσι καί ἄλλως ἄλλος, συλλαβίζοντας

μέ τήν ἴδια γραμματική τήν οὐτοπία

ὅπως τήν ἀπόγνωση.

Τήν οὐτοπία ὅπως τήν ἐπίγνωση.

Τό κίτ ἐνόρασης τοῦ ὀχήματός σου ρωτάει

τρεῖς φορές. «Ὅλα πέρα; Καί ἡ νόηση; Ὅλα!» Πέρα ἀπό τό ὡραῖο, πέρα ἀπό τό σωστό

καί τό λάθος, πέραν τοῦ συστήματος, πέραν τῆς γνώσης τοῦ καλοῦ καί τοῦ κακοῦ, ἀκόμα καί πέρα ἀπό τό αὐλάκι;

Πέρα ἀπ' ὅλα καί ἀκόμα πέρα κι ἀπό πέρα!

ΧΕΖΟΥΝ ΟΙ ΑΡΚΟΥΔΕΣ ΣΤΟ ΔΑΣΟΣ;

Μά γιά κοιτᾶ τίς χωριατοποῦλες στά ἀδειανά χωριά. Φουσκώνουνε καί τρίζουν στό σῶμα τους οἱ καμπύλες καί βυζιά σάν ὥριμα πεπόνια. Τό βλέμμα τούς παίζει σάν τό νερό πού τρέχει καί πλανάρει ὅπως ὁ ἀετός στόν ἀέρα,

ὅπως ὁ γερανός τοῦ εἴδους ἀνεμογάμης.

Μέ τήν ἐσωτερική χλαλοή καί τό ταράκουλο. Πού προκαλεῖ ἡ ἐποχή ἀκόμα καί στήν πόλη. Μάης. Χέζουν οἱ ἀρκοῦδες ἄραγε στό δάσος; Σπινιάρουν, σουζάρουν καί φεύγουνε μέ 4Χ4 πρίν τίς προλάβει ὁ σερίφης καί τούς κόψει πρόστιμο; Μά καλά, πάντα χέζουν στό δάσος οἱ ἀρκοῦδες; Βέβαια, πάνω στήν ταράτσα

τῆς πολυκατοικίας καί ἀνάμεσα σέ δάσος

ἀπό κεραῖες τηλεόρασης καί γρήγορα

μετά γιά νά τήν κάνουν πάλι. Μά μήπως

καί στούς ἀναμεταδότες τηλεόρασης

καί στό δάσος ἀπό τούς φακούς ρεπόρτερ

τό ἀνθρώπινο δάσος πυκνό δασύ τρίχωμα

τῆς ἥβης καί ἀπό βλέμματα καθαρά χαμόγελα, μύχιες σκέψεις, παντοῦ πάντα τό ἴδιο γρήγορα ...

Ὅμως γιατί ἀλήθεια χέζουν στό δάσος οἱ ἀρκοῦδες; χέζουν παιδί μου γιατί παλιά

πού εἶχαν τήν αὐτοκρατορία ἦταν πολύ ζορισμένον νά κάνουν ὁτιδήποτε ἀντιβαῖνον στούς νόμους τούς θετούς τοῦ καθεστῶτος

κι ἔτσι ἔτρεχαν ἀπό τουαλέτα σέ τουαλέτα

γιά τόν φόβον νά μήν τούς κόψουν πρόστιμον.

Μετά τήν πτώσιν τῆς αὐτοκρατορίας ὅμως,

οἱ ἀρκοῦδες ἦταν λεύτερες καί εἰς ἐπικύρωσιν τῆς ἐλευθερίας τούς ἤρχισαν πάλι ὅπως παλιά, ἐλεύθερα στό δάσος τους νά χέζουν.

Κι ἔτσι οἱ ἀρκοῦδες ὑπερήφανα καί πλήρως ἀντικαθεστωτικά, ἐλεύθερα συνέχιζαν νά χέζουν, νά χέζουν, νά χέζουν εἰς τό δάσος!

Αὐτό, ἄς εἶναι τό ἄγαλμα τῆς Ἐλευθερίας τους!

Ἄν ἔρωτας εἶναι νά θές

νά δώσεις

κάτι πού δέν ἔχεις

Σέ κάποιον πού δέν τό θέλει

Τότε ὁ ἔρωτας εἶναι ἀμηχανία.

Ἀμηχανία ἑνός ἀμήχανου κόσμου.

Γι’ αὐτό

φωσφορίζοντας, λαμποκοπώντας

πᾶμε ὅλοι τώρα ἀδερφοί

νά κάνουμε τήν ἀμηχανία

ἔρωτα.

Καί τά δυό μαζί, κάτι τόσο

μαγικό.

Ὅσο το νά μπορεῖς,

νά δώσεις κάτι πού δέν ἔχεις,

ὄντως σέ κάποιον πού δέν τό θέλει…

Δυό φίλες στήν παραλία, στό βάθος του

ὀπτικοῦ μου πεδίου, χαϊδεύει ἡ μιά

τήν ἄλλη.

Τά χέρια πλέκονται. Ἡ θηλή τοῦ στήθους

γιά τήν πλάτη. Οἱ γλουτοί γιά τά χείλη.

Τό βάθος τοῦ ἀφαλοῦ γιά τό στόμα

τοῦ αἰδοίου. Τά δάχτυλα ἀγγίζουν ἁπαλά

σάν νά ἀφουγκράζονται τό τοπίο.

Τίς διακόπτουν βλέμματα καί τά γέλια

πού ἀφρίζουν πότε-πότε στό πρόσωπό τους.

Ὁ χρόνος τούς μοιάζει σάν κύμα

πού πηγαίνει κι ἔρχεται.

Στό ἐπόμενο λεπτό θά εἶναι νύχτα

καί θά χαθοῦν ἡ μιά στό βάθος τῆς ἄλλης, ἐξερευνώντας τήν παλίρροια.

Τά καράβια χάνονται πίσω ἀπ' τά νησιά, ἀφήνοντας γιά λίγο τόν καπνό τούς στόν ἀέρα. Ὁ ὁρίζοντας εἶναι μιά εὐθεία γραμμή

πού τρέχει. Τό ἀτέλειωτο μεσημέρι

πού χορεύει πάνω τους.

Τά μαλλιά τους μακριά ὡς τό βυθό τῆς μέρας.

Ἡ παραλία σιγά-σιγά λιώνει.

Οἱ δικηγόροι μᾶς φέρνουν τήν ἄνοιξη.

Πετᾶνε ὁλόγυρα μέ τά χρυσελεφάντινα φτερά τους καί ἀπλώνουν μέ κολοτοῦμπες γύρω οὐράνια τόξα. Ἔγγραφα, χιλιάδες ἔγγραφα, πέφτουν σάν ἀσημένια βροχή ἀπό τά πάνω. Δικογραφίες, πού πάνω στίς πυκνογραμμένες σελίδες, κάνουν οἱ μάρτυρες πατινάζ.

Πετᾶνε σάν πεταλοῦδες κρυμμένα μηνύματα

οἱ πηγές ἀπ' ὅπου ρέει ἡ ἀλήθεια.

Τήν ἄνοιξή μας φέρνουν δικηγόροι.

Μπαίνει ἀπό τά ἀνοιχτά παράθυρα,

συναντά τό βλέμμα δικαστῶν καί εἰσαγγελέων. Μέ τήν ἐντός Ἀθωότητα στό βάθος.

Μέ τήν προσωπική ἀλήθεια πάνω

ἀπό τόν ὁρίζοντα πού συνεχῶς ἀλλάζει.

Μέ τήν ἐντός ἐνάντια στήν ἔξω Ἀθωότητα.

Ἀπ’τό πρωί ξεφόρτωνα πακέτα.

Ὡραία πακέτα, μεγάλα πακέτα,

γεμάτα φορτωμένα Οὐρανό.

Κατεβασμένο ἀπ’ τό γιγάντιο Πάζλ,

κατρακυλώντας, κυλώντας,

ὄμορφα ἀπιθωμένο κάτω.

Ἴδρωνα.

Πολύς οὐρανός ἐφέτο..

Εἶπα δέν πάει ἄλλο πιά μέ τά πακέτα.

Αὐτό καί τέρμα.

...Δέ θά γενῶ ἐγώ βορά τοῦ Ὄντος.

Αὐτό καί πάπαλα.

…Ἄντε, νά ξεφορτώσω καί τόν Κόσμο

– τίποτ’ ἄλλο.

…Ἄντε, ἄς πάει καί τήν Τέχνη.

Μετά μου μένει ὁ Ἔρωτας

καί τελειώνω.

Αὐτό κι ἄν εἴν’

βαρειά πακέτα.

Μετά θά ξεφορτώσω τόν Ἑαυτό μου

καί αὐτό εἶναι!

Θά εἶμαι ἐλεύθερος!

Πάρε πίσω τήν αἰτιοκρατία.

Δῶσε μου τήν ἄπειρη πιθανότητα.

Vou le vous couche avec moi.

Kichi Kitchi ya ya secoir (ya ya),

κάνε μέ νά εἶμαι ποζιτρόνιο,

κάνε μέ νά εἶμαι νετρόνιο.

Ὁτιδήποτε, ἀρκεῖ νά ἐκπέμπω ἐνέργεια.

Νά ταξιδεύει ὅρια μέ τό φῶς.

Ζύμωσέ μου τόν ἐγκέφαλο

καί στό ψωμί μου, ἄλειφε ἠλεκτροπληξία.

Κάμε στήν ἐπιφάνεια τῆς θάλασσας

τά κύματα κόμπους γιά τά καΐκια,

τίς παραλίες ὅλες ἰπτάμενες.

Μαζί μέ τόν σύμπαντα ὅλον

νά χορεύουμε φόξ-τρότ...

Ἔχω κάνει πολλά ταξίδια

Κάποτε ἀκολούθησα τήν ὁδό Αἰμυαλῶν

Ἡ ὁποία ὁδηγοῦσε ἴσα σέ γκρεμό.

Ἄν βέβαια δέν ἔβλεπες τήν ταμπέλα

πού ἦταν σφηνωμένη στό χεῖλος

τοῦ Ἀορίστου καί ἔγραφε

ὁδός «Αἰμυαλῶν».

Ἡ ὁδός διακλαδιζόταν σέ δυό ἀντίθετους δρόμους πού πήγαιναν

πλάι-πλάι μέ τό κενό.

Ἄλλοτε πάλι ἀκολούθησα μία ἀνηφόρα καί βγῆκα στήν πλατεία Ἀθανάτων.

Ἦταν γεμάτη ὑπέργηρους πού λιάζονταν ἐκεῖ, στήν ἄπειρη πλάτη

τοῦ Χρόνου.

Στήν Ἰκαρία στάθηκα στήν μέση,

στή διασταύρωση τῶν δρόμων πού ὁδηγοῦσαν σ’ ἕνα κάμπο ἴσα

στό πουθενά.

Οἱ δρόμοι λέγονταν «λεωφόρος Μπακούνιν, λεωφόρος Λένιν, λεωφόρος Τρότσκυ καί λεωφόρος Στάλιν» ὤχ,

καί τότε ἀναλογίστηκα κατά πού ὀρθόν ἧτο νά πάω.

Ἀράζω σέ ἕνα μπάρ –ὅταν ἀράζω ἐγώ σέ μπάρ γιατί συνήθως δέν ἀράζω ἐγώ σέ μπαρ– κάτω ἀπό τήν πινακίδα δρόμου πού γράφει «Λεωφόρος Ξανθειᾶς Ματαιοδοξίας».

Τό μπάρ λέγεται «Παρακμή».

Πίνω γιά νά θυμηθῶ

Φαντάζομαι πώς ὅταν θά ’χω λύσει πιά, ὅλα τά κοσμικά μυστήρια, θ’ ἀράξω

σ’ ἕνα σπίτι πού ὁ δρόμος θά ’χει τό ὄνομά μου.

Εὔχομαι μόνο νά μήν εἶναι ἀδιέξοδο.

Θαυμάζω ὅτι ὅλα εἶναι μπλέ τριγύρω.

Ὁ ἄνεμος, τά ἄσπρα σπίτια,

ἡ μαύρη μηχανή μου. Ὅλα εἶναι μπλέ.

Τά μελί μάτια σου, τά κόκκινα φῶτα,

τό πράσινο ποτάμι.

Πώς ἔγινε καί ξετυλίχτηκε

τό μεγάλο Μπλέ Σχέδιο;

Κατ’ ἰσορροπίαν ἤ κατ’ ἀτύχημα;

Ἀλήθεια ἤ ψεῦδος;

Κατ’ ὁμοιότητα ἤ κατ’ ἀντίθεσιν;

Ἐντελῶς ἤ περίπου;

Ξετύλιξε τό μεγάλο Σχέδιο. Ἀποφάσισε!

Αὐτό πού κουβαλᾶς μέσα σου

ἤ ἐκεῖνο ποῦ ἔξω ἀπό σένα σέ κουβαλά; Χαϊδεύω μπόμπες.

Θά ἀφαιρέσω ἀπό τήν πόλη

τά ὀδικά τῆς σήματα καί ὕστερα

θά βάλω δικά μου, ὁλοκαίνουργια.

Θά ἀναπνεύσω ὅλο τό μπλέ τοῦ πλανήτη,

ἀκόμα καί ἀπό τό ρόζ φορεματάκι

τῆς μικρῆς ξανθιᾶς Ἰταλίδας,

πού παίρνει ὁ ἀέρας

καί δέν μέ ἀφήνει νά συγκεντρωθῶ.

Μετά, θά κλέψω τά μυστικά τῆς γαλαζόπετρας.

1. Ἅμα ἤμουν ἄλλος ἄνθρωπος,

τά πράγματα θά ἦταν ὅλα διαφορετικά.

Ἤ ἴσως καί νά μήν ἦταν.

Σ’ αὐτήν τήν περίπτωση θά ἤμουν ἤδη ὁ ἄλλος Ἄνθρωπος. Ἔτσι κι ἀλλιῶς τώρα τά πράγματα ἔτσι εἶναι, κι ἀλλιῶς δέν εἶναι.

Εἶναι ξεκάθαρο λοιπόν

ὅτι εἶμαι ὁ Ἄλλος Ἄνθρωπος!

2. Ἄν ἤμουν ὅμως ἄλλος Ἄνθρωπος, μπορεῖ νά μ’ ἔβλεπε κι ἡ κοπέλλα μέ τό ρόζ φόρεμα στό καθρεφτάκι της, ἐκεῖ πού φτιάχνεται.

Καί θά γινόταν ἀκόμα πιό ὡραῖα, πιό λαμπρή καί πιό ὑπέροχη... Αἰσθάνομαι περίφημα τώρα!Ταυτίζομαι ὤ,μεταφέρομαι. Μόνο πού λίγο μέ ἐνοχλεῖ τό ρόζ φορεματάκι μου ἐκεῖ πού τό σηκώνει ὁ ἀέρας.

3. Ἄν ἤμουν ἄλλος Ἄνθρωπος –αὐτό πού πάντα ἐπιθυμούσα– τότε μπορεῖ κάποια στιγμή στόν δρόμο μου νά συναντοῦσα τόν Ἴδιο Ἄνθρωπο, τόν παλιό μου ἐαυτό! Πρόθυμα τότε καί μέ συγκατάβαση θά τοῦ ’δινα τό χέρι. Ὅμως αὐτό μπορεῖ νά ἦταν λίγο δύσκολο. Ἄν ἤμουν ἴσως ἕνα ὡραῖο τοπίο ἕνα πουλί ἤ ἕνα λουλούδι…

Ἄν ἤμουν ἔργο τέχνης ἤ ἡ ξανθιά Ἰταλίδα δίπλα μέ τό ρόζ φορεματάκι!

Θά πρέπει νά προσέχω μήν τόν ἐρεθίσω, ἀκούσια, ἀκουμπώντας τόν μέ τό πλούσιο στῆθος μου.

Θά ἤθελα νά κάνω ἔρωτα μέ τόν παλιό μου ἑαυτό; Νά χαθεῖ μές τό τοπίο μου;

Ὕστερα νά πετάξει δίπλα μου ὅταν θά ’μαι κόκκινο διπλάνο;

Νά ἀπλωθεῖ στό χρῶμα μου;

Νά μπεῖ στήν ἴριδα; Ποιός στ’ ἀλήθεια εἶμαι; Ποιός εἶμαι; Πόσο μέ ἄγχει αὐτή ἡ ἄγνοια!

Πόσο μ’ ἀρέσει αὐτή ἡ ἐρώτηση!

Ὁ Λυκούρας ἦταν σίγουρος:

Ὁ Ἀρχύτας μέ τόν Ἀριστόξενο πιά,

μποροῦν νά συμφιλιωθοῦν! Τό 0 μέ τό 1, τό ἀρσενικό ἀκόμα μέ τό θηλυκό!

Ναί, οἱ δυό θεωρίες ἀγγίζονται!

Ἀρκεῖ πιά νά μοιράσεις σωστά τήν ἀναλογία

καί τότε οἱ ἀριθμοί μπορεῖ νά γίνουν ὄγκοι,

οἱ ὄγκοι μουσική,

κι ὅλα μαζί ἕνας ἄλλος χάρτης,

κι οἱ ἀποστάσεις κόσμων, ἦχοι, κόσμοι

κι ἀπό ψηλά νά χαίρονται οἱ Βαβυλώνιοι

πού ἐπιτέλους κάτω ἀπό τ' ἀστέρια

τά παιδιά, ἀρχίζουν κάτι νά μαθαίνουν.

Ὁ Ἡράκλειτος κάνει μπάνιο σ' αὐτήν

τήν παραλία, ὅλο μπλέ καί μάρμαρο. Παρακολουθῶ τήν μικρή βουτήχτρια

καί εὐνοϊκά μαζί της μεταφέρομαι,

κάτω στούς εὐγενικούς βυθούς της,

ἐκεῖ πού ἀντανακλά καί φωσφορίζει

τό κοσμικό γαλάζιο.

Τί κρίμα! Νά μήν εἶμαι γοβιός, νά εἰσέλθω

στά μισάνοιχτα χείλη της, πλαγκτόν νά ἤμουν νά φωσφορίζω πάνω τῆς βράδια,

κύμα γιά νά εἰσέλθω τά ὡραῖα ἠμισφαίρια

καί ἔτσι μεταφέρομαι ἐπιτόπου

στά ἠμισφαίρια τῆς γῆς

στά σταυροδρόμια, νά χαιρετῶ πολιτισμούς,

νά νιώθω τόν ὁρίζοντα, ὥσπου στό τέλος

νά βρεθῶ διασχίζοντας τήν γραμμή

τοῦ Νότου πρός Βορρᾶ, ἐκεῖ στό μπλέ, στό κέντρο,

στήν μαρμάρινη παραλία πού κάνει μπάνιο

ὁ Ἡράκλειτος καί ἡ εὐγενική βουτήχτρια βουτάει.

Σκέψου μιά γυναίκα

Δές τήν πρῶτα γυμνή.

Μετά ντυμένη. Ντυμένη πρῶτα.

Μετά γυμνή.

Δές τό περίγραμμά της

Δές τό βλέμμα της

Δές τήν στό βλέμμα σου ἐκτεθειμένη

Κοίτα τήν ὅταν ἀγνοεῖ τήν παρουσία σου

Φαντάσου τήν

Ἀπό τήν χάση τῆς σελήνης ὡς τήν γέμιση

Δές τήν πρίν σου δοθεῖ καί δές τήν

ἀφοῦ σου δόθηκε.

Μπορεῖς νά τά φανταστεῖς ὅλα αὐτά,

τά πρόσωπα ποῦ ἀλλάζουν;

Σκέψου,

Ἀκολούθησε ὅλη τή διαδρομή

Ἀπ' τήν γέμιση ὡς τή χάση τῆς σελήνης.

Δές μιά γυναίκα δίπλα σου.

Δές τήν χωρίς ἐσένα.

Μπορεῖς;

Μπορεῖς νά δεῖς πῶς εἶναι μιά γυναίκα;

Μπορεῖς νά καταλάβεις; Πῶς ἀλλάζει;

Ἀόρατα σχήματα πού πλέκουν δίχτυα, σκάλες, ὄγκους, κόσμους σχήματα ἀκατοίκητα

ἀνάμεσά σας.

Σχήματα πού ἀποκτοῦν ἀπότομα ζωή.

Σάν μιά ἐπινόηση πού ἀναβοσβήνει ὕπαρξη

Στέλνοντας φῶς στό ἄπειρο,

Μαζεύοντας σκοτάδι

Μπορεῖς; Ξέρεις νά αἰσθανθεῖς μιά γυναίκα;

Ξέρεις νά καταλάβεις πῶς ἀλλάζει;

ΤΖΙΜΗΣ AIRLINES

Οἱ γραμμές πού ἔκανε

τό ἐν λόγῳ ἄτομο στόν ἀέρα

Ἄλλοτε μέ φωτιά, ἄλλοτε μέ κίνηση,

μέ χρῶμα, κι ἄλλοτε μέ σκέτο ἀέρα

Τόν ἔκαναν νά υἱοθετήσει

Σιγά-σιγά μορφή καί τρόπους,

Ἄρα παρουσία,

Ἐκατομμυριούχου

καί μάλιστα ἐκκεντρικού

Ἰδιοκτήτη τῶν περίφημων

Jimis Airlines

Γυναῖκες, κενά πού σέ καλοῦν νά τά πληρώσεις μέ ζωή, ὅπως πλήρωμα,

ὄχι ὅπως ἀπλήρωτοι λογαριασμοί.

Μ' ἕνα θεαματικά συμβολισμό συνύπαρξης,

μέ μιά ἐπικίνδυνη μεγάλη κωλοτούμπα.

Ἐδῶ ἕνα κομμάτι σου ὑπεύθυνο ἀπέναντι

στά χρέη του, κινεῖται ἴσια στόν στόχο

μέ ἐπιτάχυνση μαγνήτη.

Ἕνα ἀντιδρά ὅμως καί ἀποδρᾶ.

Κυρίες, ἡ χαλαρή ὁμοσπονδία τοῦ ἑαυτοῦ μου κινδυνεύει.

Κυρίες μου, τῆς αὐτοκρατορίας μου οἱ νόμοι ταλαντεύονται! Θά γεννηθῶ;

Θά ὑπάρξω; Θριαμβευτής, θά πάρω τό μονοπάτι ποῦ βγαίνει πίσω ἀπό τό γάργαρο ποτάμι;

Ἡ μάχη ἀνάμεσα στήν ἐλευθερία καί τήν ἐλευθερία ἀπό τήν ἐλευθερία, τώρα ἀρχίζει.

Θά βγῶ χαμένος, θά βγῶ νικητής; Ἐπίλεκτες μονάδες τοῦ ἀντιπάλου, μέ σημεῖα γυμνά καί ὕλη ὅλο καμπύλες, πού συναρτήσεις ὑπέροχες παράγουν, πρόκληση γιά τόν νοῦ, ξεροψημένες,

ἐδῶ ἐπιτίθενται.

Θά πολλαπλασιαστῶ;

Θά διαιρεθῶ;

Θά μέ ἀπειρήσουν κοσμικές δυνάμεις;

Θά προστεθῶ στό κενό,

θά βγάλω τήν παράγωγο

καί τό ὁλοκλήρωμα τοῦ ἑαυτοῦ μου;

Ἀνοίγω τό παράθυρο

τοῦ ἐνστίκτου μου

καί τόν Νικηταρά, τόν Ὑψηλάντη, τόν θεό Ἀχελῶο, καλῶ νά ἀναλάβουν.

Ἀμέσως ὕστερα ἀφαιροῦμαι.

Φοράω τό σκάφανδρο τοῦ ἠλίθιου

καί πυροβολῶ μέ κβαντισμένα σωματίδια δεξιά

καί ἀριστερά καί ὅποιον πάρει ὁ φάρος!

Στά χέρια μου τό Ἐξκάλιμπερ

τῆς προχειρότητας.

Τό ἀκτινοβόλο ξίφος

τῆς τρομερῆς μου πανουργίας.

Στά πόδια μου διαστημικές παντόφλες. Φτιαγμένες γιά ἅλματα σέ λαστιχένιους ὁρίζοντες. Εἶμαι ὁ Σουπερυπάνθρωπος!

Μέ καλαμένια μπέρτα γιατί μπορῶ

καί ἴπταμαι, περνάω μέσα ἀπ' τούς τοίχους. Σκοντάφτω σ’ ἕνα βοτσαλάκι,

τρωω τά μούτρα μου, σώζω τό σαλιγκάρι

ἀπό τήν διερχόμενη νταλίκα.

Δικαιωμένος ἐπιστρέφω στήν παράγκα μου!

Τό βλέμμα μου τρυπάει τήν οἰκουμένη.

Σχεδόν δέ βλέπω τίποτα.

Ἀερομεταφέρομαι σάν U.F.O.

Βουτάω τά βατραχοπέδιλα τῆς σαρανταποδαρούσας καί φτιάχνω στόλο.

Περνάω ἀπέναντι τό ποταμάκι.

Τόσες πολλές φορές ὥστε ξεχνάω

ἄν εἶμαι ἐδῶ ἤ ἐκεῖ.

Δέν ξέρω, ἐννοῶ, ἄν εἶμαι ἀπέναντι

ἤ ἀπέναντι ἄν εἶμαι.

Ἐπάνω στό καπέλο μου μιά γοητεία

παρείσακτη πού ἀναβοσβήνει, σάν φάρος ἀεροπορικός γιά πεταλοῦδες.

Στά πλαστικά γυαλιά μου παίζει κωμωδίες

γιά θερινούς, ταινίες ὅ,τι πρέπει.

Κινοῦμαι μέ σεσουάρ στό διάστημα,

ψαρεύω τηγανιτά ἀστέρια καί νεφελώματα.

Γνωρίζομαι προσωπικά μέ ὅλους τούς γλάρους καί μέ τόν μέγα Ξενοδόχο τοῦ Σύμπαντος, ἀκόμα. Ὁ Δαλάϊ Λάμα μου στέλνει εὐχητήριες κάρτες στήν γιορτή μου κι ἔτσι θυμᾶμαι ἀκόμα πώς μέ λένε. Μέ λένε ὁ «Σουπερυπάνθρωπος».

Καί ὑπέροχες ἀνθρωπόσουπες μαγειρεύω. Ἀνακατεύω χρόνια τό καζάνι.

Τό παρόν τελεῖ ὑπό μετακόμιση

Μεταφέρεται μέ τά φτερά τῆς παρουσίας

–έτσι, τήν ἴδια στιγμή πού εἶμαι ἐδῶ,

εἶμαι καί ἀλλοῦ, στό Πεσαβάρ 78.000 πρόσφυγες φροντίζω.

Εἶμαι στό Λονδίνο στούς πολύχρωμους δρόμους

Καί χτενίζω ἔρωτες στήν γκρίζα πράσινη

καί ὑγρή ἄδεια ἐπαρχία του

καί ἀνακαλύπτω ἤχους

Αὐτή συγκεκριμένα τή στιγμή πού μιλάω, δουλεύω

Στό παζάρι τῆς Ἀνατολῆς, στό ὑπόγειο.

Κάνω ἀνασκαφές σ’ ἀρχαῖες λέξεις,

στό Χολαργό, στά Χανιά στήν Κρήτη

Ἔχω ταβέρνα κάτω ἀπό τά πλατάνια.

Τρέφω ὄρνιθες στόν Παρνασσό.

Ὑπάρχω παντοῦ, μπορῶ νά εἶμαι

πολλαπλός ἐγώ, ὁ ἴδιος

στήν Ἤπειρο εἶμαι καί ἐξερευνῶ μυστήρια

στῆς ζωῆς, πίσω στά βάθη τῆς Βιολογίας.

Μέ ὅλους τούς ἀνθρώπους μου ὑπάρχω

Ἀπ’ ὅλους τούς ἀνθρώπους εἶμαι.

Ὑπάρχουν κι ἄρα ὑπάρχω.

Κι ἐνῶ πετάω ἐγώ βουλιάζω στό ἀπόλυτο τοῦ μπλέ, ἐγώ ἀδειάζω τό κεφάλι μου ἀπό σκέψεις γιά νά γεμίσω ἐνέργεια. Ποῖο εἶναι τό Νόημα;

Μόνο ὁ ἀφρός ξέρει.

Κι ἐνῶ οἱ σημαῖες σκίζονται μέ τόν ἀέρα,

τά σύννεφα μᾶς δείχνουν πού θα' πρέπε στ’ ἀλήθεια νά κατοικοῦμε, ἀραιοί ὅσο θά ἔπρεπε,

ἐγώ ὁ ἀφροδύτης ψάχνω το πώς.

Μόνο ὁ ἀφρός τό ξέρει.

Ἐνῶ τρεῖς ravers μεταπλάθουν ρυθμό

καί ἀφηρημένο ἦχο σέ σφυγμούς.

Ἀναρωτιέμαι, ποῦ καταλήγουν ἄραγε οἱ ἦχοι;

Μόνο ὁ ἀφρός τό ξέρει.

Ὁ ἀφρός, τό βλέμμα στόν ἀέρα.

Ὁ ἀφρός!

Ἡ ἐφήμερη δόξα! Ἀφρός λαμπρά

φουσκώνοντας τό Εἶναι μέ τό Τίποτα.

Ἀφρός.

Θά ’θελα νά ξυπνήσω σέ μιά παραλία

γεμάτη γυμνές ψυχές.

Μέ φοινικιές, ἀμμουδιές μέ ἄμμο

ἀπό διαμάντια, σκοῦτερ ἰπτάμενα.

Μέ ἀπίθανους τρελούς dj

πού μετατρέπουν τά ψυχικά φορτία

σέ πάρτυ τῶν σωμάτων.

Θά θελα νά ἀναπνέω μέσα

σ' ἕνα ἀρχιτεκτόνημα κορμῶν,

τό ἐρωτικό σύμπλεγμα πού ἀναπνέει, μετατρέποντας ἐνέργεια

κι ἀνταλλάσσοντας οὐσία.

Θά 'θελα νά ἤμουν πορτραῖτο

πού τό σκαει στό βάθος τοῦ κάδρου.

Ὁ γλόμπος στόν ἀέρα, νά φωτίζω ἀκατάληπτα.

Ἕνας τρύπιος ὁρίζοντας.

Νά παίζω σέ χολιγουντιανές ταινίες, ἀσπρόμαυρες.

Νά μέ βλέπω τρώγοντας πόπ κόρν.

Ν’ ἀπλώνω τά πόδια στίς καρέκλες.

Νά μαγεύομαι. Νά εἶμαι ἐγώ.

Νά εἶμαι τό πόπ-κόρν.

Ὅταν θά κλάψω

Ὅταν ἐπιτέλους κλάψω

κι ἀνοίξω τή βρύση

μέ τά δάκρυα

–που σίγουρα ἀνοιχτή θά τήν ξεχάσω–

θά γίνω –τότε– ἕνας ποταμός,

κι ἐκεῖ νά δεῖς λογαριασμό βαρύ

πού θά ξεπλύνει,

ὅλες τίς ἐνοχές μου,

ἄρα τίς ἐνοχές ὁλόκληρου τοῦ κόσμου

θά ξεπλύνει

καί θά τίς παρασέρνει πέρα, πέρα κάτω

Κι αὐτός, θά ἀρχίσει ἀσταμάτητα νά ρέει

Θά ρέει, θά ρέει, θά ρέει

Τότε θά εἶμαι ἐγώ

ὁ ποταμός

Ἀθῶος.

Ἀνακατεύω χρόνια τό καζάνι μέχρι πού ξαφνικά κάποια στιγμή, μαζί μέ ἕνα χαρτάκι πού παίρνει ὁ ἀέρας ἀνυψώνομαι καί γῶ.

Παίρνω μαζί μου μονάχα ἕνα πανέμορφο ἀσπρογάλαζο βότσαλο καί μιά εἰκόνα,

ἀπό ἕνα μονό τριγωνικό ἀστέρι.

Εἶμαι ἕτοιμος νά βρῶ καινούργιες χῶρες

πού λούζουν τό νερό στά πόδια τους, ἀπέραντα γεμάτες ἠλιοτρόπια. Ἐκεῖ θά στήσω τό τενεκεδένιο σπίτι μου καί ὅλα τά χρόνια τῆς ζωῆς μου θά τό ζωγραφίζω. Τό βράδυ καί γιά φῶς θά ἀνάβω ἕνα μόνο μάτι καί στή σιωπή

θά ἀκούω τά καλάμια νά μεγαλώνουν.

Ἅμα τρομάζω τά πουλιά στόν κῆπο σου

ἀμέσως νά φύγω

ὅλοι οἱ ἄνθρωποι χρειάζονται

λίγο χῶρο γιά ἀνάσα

ὅλοι οἱ ἄνθρωποι διψᾶνε γιά ἀλλοῦ

Ἅμα τρομάξω τίς πεταλοῦδες

καί σηκωθοῦνε σύννεφο,

νά ἐξαφανιστῶ ἐπί τόπου

νά ἐξαφανιστῶ, καπνός νά γίνω

νά μή σωθῶ νά ρίξω τά λουλούδια

νά μήν τρομάξω τά πουλιά

καί κοπεῖ τό κελάιδισμα

νά φύγω, νά φύγω, νά φύγω

νά φύγω, ὤ νά φύγω

καί τότε ναναι σάν

νά ἔρχομαι….

Θά ἱδρύσω μία μικρή φυλή ἀπό ἀνύπαρκτους. Ἔτσι κι ἀλλιῶς κι ἡ ὕπαρξη ἔχει λάθη.

Μιά φυλή ἀπό χαζοχαρούμενους, σαχλούς, ψευτονεράιδες, ψευτοφιλόσοφους, φαντασμένους καί δοκησίσοφους.

Ἡ ἐπικράτειά της, θά πλέει στόν πλανήτη,

ἁπαλά ὅπως ὁ ἀέρας θά προσπερνάει τόν ὁρίζοντα. Ὡραία σάν τό φῶς πού ἀφήνει

ὁ ἥλιος ὅταν φεύγει. Ἡ χώρα τῶν ἠλίθιων

σιγά-σιγά θά ἀνυψωθεῖ, θά ἀπλώσει πάνω

ὁ ἥλιος φωτοστέφανο καί αὖρες,

θά συνεχίσει νά ἀνυψώνεται.

Οἱ Ἠλίθιοι τότε

θά γίνουν Ἡμίθεοι.

Ἐπιθυμῶ νά ὑπάρ­ξω σάν ψηφιδωτό κάποτε

σέ μία ὄαση. Ψηφιδωτό σέ χαμάμ, κοσμημένο μέ τίς γυμνές παρουσίες πού τό λειτουργοῦν, ψηφιδωτό σέ στοά φιλοσόφων,

γεμάτο μέ τίς περιπλεγμένες τοῦ μουτσοῦνες. Ψηφιδωτό στήν κεντρική πλατεία τοῦ σύμπαντος ἐκεῖ πού στίς γιορτές χορεύουν τσάμικο ἐξωγήινες ὀντότητες.

Στήν πλάτη μου τά κοσμικά μυστήρια.

Στήν κοιλιά μου τά τεκμήρια τῶν ἡδονῶν.

Στό βλέμμα μου καθάριο κρύσταλλο

καί ἀντανακλάσεις. Νά ξεπερνάω τήν πλάτη μου, νά ἀπλώνομαι στίς διαστάσεις, νά εἶμαι μπόμπα στά θεμέλια, νά ἀντανακλῶ ὀμορφιᾶ. Ἕνα ψηφιδωτό λοιπόν, ἕνα ἀρχαῖο ψηφιδωτό, πού θυμᾶται τό μέλλον καί ἔχει μυστικά.

Ἕνας σύντροφος γιά τούς βεδουίνους

καί τούς χαμένους περιπατητές τῆς ἄμμου,

ἐνῶ ἐπεκτείνομαι ἐντός τῆς ἀπουσίας μου

κι ἐνῶ μαγνητικά γυρεύω τήν συνέχειά μου.

Ἀφήνω ὅλα τ’ ἄλλα καί κρατάω

μιά λεπτομέρεια, μιά μικρή λεπτομέρεια

ὄχι, δέν σου λέω ποιά λεπτομέρεια.

Γι’ αὐτή τή λεπτομέρεια μπορῶ

νά πουλήσω τό χρόνο ὅλο.

Γιά μιά στιγμή μονάχα

μπορῶ νά πουλήσω ὁλόκληρο τό χρόνο.

Μιά λεπτομέρεια

μέ λαμπερά φτερά.

Μιά λεπτομέρεια

ἀπέναντι

στό ἄπειρο

μιά στιγμή

μιά ἀτελείωτη στιγμή.

Μόνο μιά τεράστια λεπτομέρεια

Θα’ θελα νά συναντιόμασταν σ’ ἕνα ἄλλο ἐπίπεδο τῆς ἀντίληψης ἐξερευνώντας ὁ ἕνας

τό ἐσωτερικό τοῦ ἄλλου,

νά διευρύναμε τό χῶρο. Θά θελα νά περνάγαμε ἀπό δικά μας κανάλια καί ἔτσι νά ζώναμε τόν ἔναστρο τῆς Μεσογείου μέ ραδιοσυχνότητες. Τότε θά εἴχαμε τή χάρη νά γινόμαστε ἕνας μίσχος πού ἀναπτύσσεται ἀνθίζοντας ἀνοίγοντας κεῖ πρός τό μέρος πού ὁ ὁρίζοντας χαμογελάει. Δείχνοντάς μας τόν δρόμο πρός τό ἄπειρο.

Αἰσθάνομαι ὑπέροχα ἀνάμεσα στόν φαλακρό κύριο καί τή γυναίκα μέ τά χυμένα κόκκινα μαλλιά πού ἡ ρόγα τῆς λογχίζει τήν ἐπιφάνεια τῶν πραγμάτων. Νιώθω ὅτι ἔχω πολλά νά μάθω ἀπ' τίς καμπύλες τους καί τούς νόμους τους νά χτίσω νέες πόλεις. Μά πιό πολύ, ἄν ἐγκλωβίσω τό χαμόγελο αὐτό τοῦ σώματος καί αὐτό τοῦ βλέμματος, θά ἔχω τότε μές σ’ αὐτό τό βλέμμα ἀνακαλύψει τόν Λόγο, τόν ἀλγόριθμο γιά τή Δημιουργία. Μ’ ἀρέσει νά κρατάω τόν ρυθμό ἀπό τά κύματα. Ἔτσι νά πιάνω ἐπαφή μέ τήν μουσική τοῦ Κόσμου. Θά μάθω τότε καί τά μυστικά τῆς κίνησης. Ἀπό τό τίποτα σχεδόν θέλω νά βρῶ τά πάντα. Μαθαίνοντας ἀπό τά πάντα θέλω νά καταλάβω τό Ἐλάχιστο.

ΣΥΝΤΟΜΗ ΑΥΤΟΒΙΟΓΡΑΦΙΑ

«-Μά ποῦ σέ ξέρω; ποῦ σέ ξέρω;

Ποῦ ἔχουμε βρεθεῖ; Ἤμασταν σ’ ἕνα πάρτυ;...»

«-Ἀμᾶν τό βρῆκα, στόν Ὁρίζοντα βρέ,

ἀπό κεῖ σέ ξέρω»!

«-Μπράβο εἶπε κι ὁ Ἐαυτός μου,

ἀπό κεῖ σέ ξέρω!»

Ἀμέσως βγάζοντας τό στυλό ἀλλάξαμε τηλέφωνα μήπως ξανά συναντηθοῦμε.

Εἶμαι σάν τό σκουλήκι

Βελτιώνω τό ἔδαφος

Καί τό κάνω πιό εὔφορο

Μονάχα πού συνέχεια,

Τρώω χῶμα….

Εὐτυχῶς πού ἔχω πολλούς ἑαυτούς

Καί ὑπάρχω συνέχεια λείποντας

Ἔτσι ἔχω ἐλπίδα ὅταν γίνεται

τό Βατερλῶ μου καί ἐγώ νά λείπω

Μπορῶ καί ἐπιβάλλομαι στόν ἑαυτό μου

Γιατί εὐτυχῶς ἄν καί ἐγώ εἶμαι ἔξυπνος

ἔχω πολύ κουτό ἑαυτό.

Αὐτόν τόν συγκεκριμένο ἄνθρωπο

καί στόν παράδεισο νά τόν ἔκλειναν

σίγουρα κι ἀπό κεῖ θά τήν κοπανοῦσε.

Στόν γυάλινο πύργο πού διαμένω

μές στήν ὑπέροχη ἀπόστασή μου

ἀπό τά Πάντα

κι ἐνῶ οἱ ἀντανακλάσεις τούς μόνο

τόν διαπερνοῦσαν ἕως τώρα,

νά πού ἡ Ἐντροπία κόβει δρόμο

καί ἀκολουθώντας τόν πρωταρχικό

νόμο τοῦ Χάους

Περνάει ἀπό μέσα μας.

Τό πέταγμα ἑνός κώνωπος

στήν Νέα Ὑόρκη, γίνεται αἰτία

στήν Ἀλεξάνδρεια τήν Ἐσχάτη καταιγίδας.

Στόν γυάλινο πύργο πού διαμένω,

πού διοικῶ θά ἔλεγα.

Αὐτόν, πού ὡραία ἀντανακλᾶται

καί μονάχα

στόν δίδυμο ἑαυτό του,

αὐτοτελής ἀντανακλαστικά,

κινεῖται καί συγκρούεται

–εν τέλει–

τό Σπήλαιο, πάνω του

ἡ Πλατωνική Σπηλιά,

κι ἐνῶ αὐτό συμβαίνει

ἡ ἐπιφάνεια τῶν νερών

τῆς λίμνης τῆς Ἀταραξίας μου ρυτιδώνει

καί κύκλους ἀλλεπάλληλους κινεῖ ἀνεπανόρθωτα

ἤ μᾶλλον πιά,

ἐπανορθωτικά.

Ἔξω ἀπ' τό κεφάλι σου

Ὑπάρχουν ὁτιδήποτε ὡραία.

Καλαμόπτερα, Ἀγριοκάνθαροι

Σπουδαία ψιλοτίποτα, Πειραματόσαυροι,

ἔξω ἀπό τό κρανίο σου.

Περίπτωση νά τούς τη κάνεις καμιά

περίπτωση νά ἀνέβεις τόν περίπλοκο

Χρυσελεφάντινο Πύργο

μέ τά φτερά τῶν παγωνιῶν

τήν ὥρα πού στεφανώνει

ὁ ἥλιος πού δύει

τήν ὥρα πού φεύγεις.

Ἔξω ἀπό σένα

μπορεῖ νά εἶναι ὁ ἐαυτός σου.

Μέσα σου μόνο, μπορεῖ νά ’ναί

ὅλο το Ἔξω.

Στόν κῆπο εἶσαι ἀθῶος

στόν κῆπο εἶσαι ἀθῶος

κάτω ἀπό τούς φοίνικες,

τίς μπανανιές καί τά δέντρα

πού κρέμεσαι σάν λαμπιόνι

στόν κῆπο εἶσαι μόνο ἀθῶος

σάν καρπός

καί σάν λουλούδι

σάν νά 'σουν κάτι πού ἁπλά ἐφύτρωσε

μιά φευγαλέα ἐντύπωση πεταλούδας

ἕνα ἄρωμα ἐνῶ ψηλά τά ἀστέρια τρέχουν

μιά εἰκόνα ἑνός ἐντόμου

στόν κῆπο εἶσαι ὁ κῆπος

καί ἄν εἶναι ὡραῖος ὁ κῆπος

τότε εἶσαι ὡραῖος τύπος

Ποιά εἶναι ἡ Οὐσία τοῦ Ὄντος;

Τό Ὅν εἶναι αὐτό πού μπορεῖ

καί συντονίζεται μέ τήν κοσμική Ὁλότητα.

Τό Ὅν μετατοπίζεται γρήγορα.

Ἡ Οὐσία τοῦ εἶναι ὁ συντονισμός του.

Ἡ Οὐσία εἶναι τό Γίγνεσθαι.

Καί τότε ἡ Γέφυρα παίρνει φόρα

καί καταρρέει, καταρρακώνοντας τά πάντα.

Ἡ Ὕπαρξη ὅμως ἀναπνέει γεγονότα,

γεννήσεις ἀναπνέει.

Ἡ πεμπτουσία τῆς εἶναι ἡ Διάλυση

ἐνῶ ἡ Συντήρηση τήν ἀκυρώνει.

Γουστάρω νά πετάω ὅπως ὁ γλάρος,

πέρα ἀπό κάθε λογής σούπα.

Γουστάρω να’ μαι ἕνας ἀλήτης γλάρος. Γουστάρω να’μαι ὁ Ὁρίζοντας.

Ὅμως αὐτά εἶναι τα

σύμβολα τῆς ἐλευθερίας μου.

Τά σκισμένα μου ροῦχα.

Σκισμένα ἀπό

ἀνέμελες χρήσεις.

Σκισμένα ἀπό ἔρωτες,

σκισμένα ἀπ’ ὅλες τίς πορεῖες

τοῦ πλανήτη.

Πάντα Μάη

Τά μακρυά μου μαλλιᾶ

Φορεμένα ἀπό ἥρωες

καί ἁγίους κι ἀλῆτες

Τά χαλασμένα μου ὀχήματα,

τά ἐφήμερά μου σπίτια.

Αὐτά εἶναι τά σύμβολα

τῆς ἐλευθερίας μου.

Ἀνεμίζει μέ τίς ὧρες

κοιτᾶν τίς μέρες

οἱ γελαστές μου λέξεις,

οἱ ἀφηρημένες μου στιγμές.

Τό πάρσιμο

τό δόσιμο

τό ἄπλωμα.

Οἱ στιγμές πού λείπω.

Ὅλες οἱ παρουσίες μου

συγχρόνως.

Τελευταία βλέπεις παντοῦ αὐτή τή φράση.

Ἐνοικιάζεται τό παρόν

Φυσικό με το νοίκι γιατί ἔτσι,

τίποτα ἀλήθεια δέν ἀνήκει σέ κανέναν.

Ἐνοικιάζεται τό παρόν

Ἔ, βέβαια είναι τό μόνο πού ἔχει

κατεδαφιστεῖ.

Καί γιά το μέλλον τίποτα

δέν μᾶς ἐγγυᾶται

τήν ὕπαρξή του.


* Εὐτύχης Εὐθυμίου

 
>